Η ορθόδοξη παρεμβατικότητα στην ιστορία του ελληνικού κράτους (και όχι «έθνους», αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί) υπήρξε δραματική: Από τη δημιουργία ενός συστήματος αξιών, που συμπεριφέρθηκε σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο με τρόπο ασφυκτικό στο κοινωνικό σύνολο, μέχρι την αλλαγή ριζοσπαστικων προοδευτικών πολιτικών αποφάσεων στο παρά πέντε: Ποιος κυβερνά, τελικά, αυτόν τον τόπο;

Ας μην το παρατραβάω με στομφώδεις ερωτήσεις. Πάντως σε κάθε περίπτωση ο ορθόδοξος φονταμενταλισμος υπήρξε πληγή. Ακόμα ανοίγει, είναι ενεργό το τραύμα. Παρά τα βήματα νίκης, τον πολιτικό γάμο, το δικαίωμα στην άμβλωση, την αθεΐα που έπαψε (χμ… περίπου) να είναι στίγμα. Την ημικατάργηση του υποχρεωτικύ υποχρεωτικό εκκλησιασμό. Το καταπιεσμένο σεξ. Βήματα, ναι. Νίκες, αλλά καθόλου οριστικές. Κράτος κι εκκλησία είναι δυάδα ομοούσιος και αδιαίρετος.

Συνδέθηκε δε τόσο πολύ με τα απολυταρχικά καθεστώτα ή τις συντηρητικές πολιτικές τάξεις της δημοκρατίας η εκκλησία, που αυθόρμητα έσπειρε μία αντίδραση. Σε έναν κόσμο ανισορροπίας, οι αντιμαχόμενες πλευρές επιβιώνουν σε διελκυστίνδες. Ή είσαι ριζοσπαστικός άθεος, ή μικρόνους χριστιαταλιμπάν, αμόρφωτος κλπ. Για κάθε θρησκευτική παράδοση, υπάρχει μια επιστημονική απάντηση. Κι όμως, επιστημονικά δεν αποδεικνύεται ούτε η ύπαρξη του Θεού, ούτε η μη ύπαρξή του. Αν ισχύει το Big Bang ποιος πάτησε το κουμπί, ας πούμε; Φιλοσοφικά μπορούμε να μην εξαντλήσουμε ποτέ τα ερωτήματα.

Ο Μπακούνιν ίσως να είχε βρει την πιο συμβατή λύση : Κι αν υπάρχει θεός, θα πρέπει να τον σκοτώσουμε. Οκ, με αυτό μπορείς να συμφωνήσεις πως δεν γνωρίζεις τι ισχύει, εφόσον δεν το βλέπεις, αλλά αποφασίζεις, σε περίπτωση που υπάρχει κάτι, αν σου κάνει ή όχι. Αν δε σου κάνει, να, αυτή είναι μια πολιτική θέση. Το εξολοθρεύεις. Ούτε φιλοσοφία, ούτε τίποτα. Πόλεμος και τέλος.

Μερικές φορές μου αρέσει να δραματοποιώ, με τους όρους της δραματουργίας, της Τέχνης, λέμε, την… ελληνική θρησκευτική διαμάχη σαν κεντρική σύρραξη : φαντάζομαι από τη μία διανοούμενος αθεϊστές κι από την άλλη «κλωτσημένους» φονταμενταλιστές να πετούν οι μεν βιβλία κι οι δε αγιασμό. Κι από πίσω να ακούγεται Μπρέγκοβις.

Αυτοάμυνα απέναντι σε μια κοινωνικολογική συνέχεια των πραγμάτων. Χοντρικά, κυρίως από το ’60 και μετά αυξήθηκαν οι τυχεροί της ανώτερης μόρφωσης, οπότε και εισήχθη για πρώτη φορά ο όρος «κουλτουριάρης» στο δημόσιο λόγο. Κι η γνώση φέρνει απελευθέρωση από τα δεσμά. Τα δεσμά της ελληνικής υπαίθρου, οικογένειας ή των πολύ… δημοφιλών (sic) φασιστικών και ακροδεξιών καθεστώτων, που τάιζαν με το στανιό απαγορεύσεις την ανυπότακτη νιότη.

Κι ό,τι δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας. Ο αγνωστικισμός κι η αθεΐα, τόνωσε τον φονταμενταλισμό και τις δεισιδαιμονίες. Σταδιακά υπήρξε μια κατάπαυση πυρών με ξαφνικά κασκαντερικά χτυπήματα. Από Αμβρόσιους, ας πούμε. Και από πολιτικούς. Μην και παραμυθιαστούμε για το πολιτικό τζογάρισμα πάνω στο θρησκευτικό αίσθημα. Και υπήρξε και πέτυχε.

Όμως, σήμερα είναι της Παναγιάς. Μέρα που μυρίζει τσίκνα χοιρινή και άφθονη παγωμένη μπύρα. Μεταφέρει ήχους καμπάνας και πανηγυριού. Κι ειρωνείας για τη φενάκη μιας μέρας που στις ψυχές των πιστών σημαίνει κάτι. Ποτέ να μην κοροϊδεύουμε τα πράγματα που ακουμπούν αγνά τις ψυχές.

Εμένα η αγαπημένη μου Παναγιά είναι εκείνη του Βάρναλη (είδατε ντρίμπλα; και με κατάνυξη και χωρίς να αμφισβητηθεί η αριστερή μου ταυτότητα). Αυτή η Παναγιά μου αρέσει πιο πολύ. Γιατί πονάει.

Της σκότωσαν το παιδάκι της. Τι κι αν αναστήθηκε μετά, αυτή το παιδάκι της το έχασε. Είναι ο ανθρώπινος πόνος της που μας διδάσκει την απώλεια του σπλάχνου. Όχι του παιδιού που γέννησες. Του στομαχιού και της καρδιάς, που από την απέραντη θλίψη ξεριζώθηκαν. Έγιναν τροφή για τα θηρία.

Τι κι αν αναστήθηκε ο γιος της; Αυτή το παιδάκι της το είχε χάσει για πάντα.

Εδώ εντοπίζω το μεγαλείο της σημερινής μέρας. Με απέραντο, ειλικρινή σεβασμό στον πόνο του ανθρώπου. Κι έχει κι αυτό τη σημασία του.