Δυνατές ερμηνείες και άνευρη σκηνοθεσία στις «Τρωάδες»
Η κραυγή του σπαραγμού, το βάρος του πόνου, τα θρύψαλα του πολέμου «εμφανίστηκαν» με άγριο και μυστηριώδη τρόπο. Με κοστούμια και σκηνικά που θύμιζαν αρχαία Ελλάδα, η διαχρονική κωμωδία του Ευριπίδη, «Τρωάδες», έδωσε το παρών στο Θέατρο Πέτρας τη Δευτέρα 30 Ιουνίου. Η κραυγή του σπαραγμού, το βάρος του πόνου, τα θρύψαλα του πολέμου «εμφανίστηκαν» […]
Η κραυγή του σπαραγμού, το βάρος του πόνου, τα θρύψαλα του πολέμου «εμφανίστηκαν» με άγριο και μυστηριώδη τρόπο. Με κοστούμια και σκηνικά που θύμιζαν αρχαία Ελλάδα, η διαχρονική κωμωδία του Ευριπίδη, «Τρωάδες», έδωσε το παρών στο Θέατρο Πέτρας τη Δευτέρα 30 Ιουνίου.
Η κραυγή του σπαραγμού, το βάρος του πόνου, τα θρύψαλα του πολέμου «εμφανίστηκαν» με άγριο και μυστηριώδη τρόπο. Με κοστούμια και σκηνικά που θύμιζαν αρχαία Ελλάδα, η διαχρονική κωμωδία του Ευριπίδη, «Τρωάδες», έδωσε το παρών στο Θέατρο Πέτρας τη Δευτέρα 30 Ιουνίου.
H παράσταση που κάνει περιοδεία ανά την Ελλάδα, ανέδειξε το αντιπολεμικό μήνυμα, που επεδίωξε να περάσει ο Ευρυπίδης αιώνες πριν, μέσα από μια πλειάδα γνωστών ηθοποιιών.
Η σκηνοθεσία, όμως, του Θέμη Μουμουλίδη θα μπορούσε να πει κανείς πως «έριξε» μια «κλασική» ματιά στο έργο. Μπορεί να μην έθαβε τα νοήματα της τραγωδίας, έπεσε όμως στην «παγίδα» της τετριμμένης ανάγνωσης.
Η παράσταση ανέβηκε με έναν αναμενόμενο και όχι σύγχρονο τρόπο. Η συνταγή του αναμενόμενου κρατούσε την προσοχή του θεατή, έχει δοκιμαστεί όμως πολλές φορές. Επιδιωκόμενος σκοπός ήταν το έργο να «διαβαστεί» σύγχρονα.
Η οδύνη του θανάτου και η δυστυχία μια μάνας που χάνει το παιδί της, ήταν στοιχεία που «ανέβηκαν» στο σανίδι. Τόσο μέσα από τους δραματικούς μονολόγους όσο και μέσα από τις καλές ερμηνείες, που ανεδείκνυαν το τραγικό «πρόσημο» του έργο, η παράσταση κατάφερε να μυήσει το θεατή στην φιλειρηνική ματιά του Ευριπίδη.
Η στενή σχέση ζωής και θανάτου, ο τετριμμένος χαρακτήρας της απώλειας σε καιρό πολέμου, η δυστυχία των γυναικών και το ύπουλο «παιχνίδι» της μοίρας, κατείχαν σημαντική θέση στην παράσταση.
Η τραγική ειρωνεία στο τέλος, αλλά και η οπτική του Ευριπίδη, που αναδεικνύει τους ηττημένους ,διατηρήθηκαν, επίσης, ακέραια μέσα από την παράσταση που έκλεισε με κυκλικό τρόπο.Ο πόνος του ξεριζωμού ήταν ένας από τους βασικούς «συντελεστές» , όπως και το αίσθημα της ανεπάρκειας. Oι καλές ερμηνείες ήταν, όμως, εκείνες που έβαλαν το «τρίποντο» και έκλεψαν κυριολεκτικά την παράσταση. Ξεχώρισαν η Φιλαρέτη Κομνηνού στο ρόλο της Εκάβης και η Μαρία Πρωτόπαπα στο ρόλο της Ανδρομάχης.
Η Φιλαρέτη Κομνηνού κατάφερε μέσα από σπαρακτικά λόγια και με πικρία στη φωνή να μπει στο «πετσί» της Εκάβης. Η Μαρία Πρωτόπαπα, από την άλλη, ανέδειξε την τραγικότητα που περιβάλει την Ανδρομάχη, μια γυναίκα δύστυχη, μια μάνα πονεμένη.
Η επιλογή της Ζέτας Δούκα στο ρόλο της Ωραίας Ελένης ήταν επιτυχημένη, ενώ τα σκηνικά του Γιώργου Πάτσα, τα κοστούμια της Παναγιώτας Κοκορού και η μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου έβαλαν ένα εποικοδομητικό «λιθαράκι».
Το δυνατό «χαρτί» της παράστασης είναι οι ερμηνείες. Υπερισχύουν της σκηνοθεσίας που «επαναπαύεται» στην ενδιαφέρουσα ιστορία, εντάσσει όμως και λίγα κωμικά στοιχεία, αλλά ορισμένες φορές η πλοκή φαίνεται να έχει κενά.