Η υπερκινητικότητα συμβάλει στη διατήρηση του ιδανικού σωματικού βάρους
Ουάσιγκτον: Τα άτομα που κυριολεκτικά δεν μπορούν να σταθούν ακίνητα ούτε για ένα λεπτό, ίσως έχουν μια έμφυτη συμπεριφορά που τα διατηρεί αδύνατα ακόμα και όταν το παρακάνουν με το φαγητό, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Science.
Ουάσιγκτον: Τα άτομα που κυριολεκτικά δεν μπορούν να σταθούν ακίνητα ούτε για ένα λεπτό, ίσως έχουν μια έμφυτη συμπεριφορά που τα διατηρεί αδύνατα ακόμα και όταν το παρακάνουν με το φαγητό, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Science.
Ερευνητική ομάδα της Κλινικής Μάγιο στο Ρότσεστερ της Μινεσότα με επικεφαλής τον Δρ Τζέιμς Λεβίν «επιστράτευσε» 10 φυσιολογικού βάρους και 10 παχύσαρκους άνδρες και γυναίκες πείθοντάς τους να φορέσουν ειδικά εσώρουχα με αισθητήρες, ώστε να καταγράφονται όλες οι κινήσεις τους, ακόμα και οι πιο μικρές.
Από την επεξεργασία των στοιχείων διαπιστώθηκε ότι τα παχύσαρκα άτομα περνούσαν κατά μέσο όρο περισσότερες από δυο επιπλέον ώρες καθήμενοι ακίνητοι, συγκριτικά με τα άτομα φυσιολογικού βάρους. Σε αυτό το χρονικό διάστημα δεν περιλαμβάνονταν οι ώρες ύπνου, οι οποίες ήταν ίδιες μεταξύ και των δυο ομάδων.
Η διαφορά στη δραστηριοποίηση αναλογούσε σε 350 θερμίδες την ημέρα, αρκετές να προσθέσουν επιπλέον 4,5 κιλά το χρόνο στο αρχικό βάρος του ατόμου.
Στη συνέχεια οι επιστήμονες εξέτασαν την άποψη ότι ίσως τα παχύσαρκα άτομα να είναι αναγκασμένα να κάθονται περισσότερο.
«Ίσως πιστεύουμε ότι ο λόγος που οι παχύσαρκοι κάθονται 164 λεπτά επιπλέον την ημέρα οφείλεται στο γεγονός ότι είναι βαρύτεροι», εξηγεί ο Δρ Λεβίν.
«Αυτό ίσχυε, τότε θα πιστεύαμε ότι αν έχαναν βάρος, θα σηκώνονταν περισσότερο από τον καναπέ τους και θα περπατούσαν περισσότερο. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ισχύει», συμπληρώνει.
Έθεσαν τα παχύσαρκα άτομα σε δίαιτα 1.000 θερμίδων/ημέρα για δυο μήνες με αποτέλεσμα να απολέσουν, κατά μέσο όρο 8 κιλά. Ωστόσο τα επίπεδα σωματικής δραστηριοποίησης δεν άλλαξαν.
«Και τι θα συνέβαινε αν τα αδύνατα άτομα έπαιρναν επιπλέον κιλά;», αναρωτιέται ο Δρ Λεβίν και συμπληρώνει «Πήραμε τα αδύνατα άτομα και τα υπερταΐσαμε ώστε να αυξηθεί το βάρος τους, αλλά παρέμειναν εξίσου δραστήριοι με πριν».
Επομένως λοιπόν, οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η τάση του ανθρώπου να κινείται διαρκώς να έχει γενετική βάση ή να μαθαίνεται σε πολύ μικρή ηλικία. Δηλαδή είτε υπάρχει ένα γονίδιο που ευθύνεται για την διαρκή κινητικότητα ή υπάρχει γονίδιο που κάνει το ακριβώς αντίθετο.