Φλόριντα: Μια νέα ηλεκτρική συσκευή, παρόμοια με το γνωστό βηματοδότη, θα είναι πολύ σύντομα διαθέσιμη στο κοινό, για να βοηθήσει τα παχύσαρκα άτομα να ελέγξουν την όρεξή τους και τελικά να χάσουν βάρος, ανακοίνωσαν επιστήμονες του Tufts-New England Medical Center.
Φλόριντα: Μια νέα ηλεκτρική συσκευή, παρόμοια με το γνωστό βηματοδότη, θα είναι πολύ σύντομα διαθέσιμη στο κοινό, για να βοηθήσει τα παχύσαρκα άτομα να ελέγξουν την όρεξή τους και τελικά να χάσουν βάρος, ανακοίνωσαν επιστήμονες του Tufts-New England Medical Center.
Πρόκειται για έναν εμφυτεύσιμο γαστρικό διεγερτή, με λειτουργία παρόμοια του βηματοδότη, του γνωστού οργάνου που αποκαθιστά το ρυθμό της καρδιάς. Ωστόσο, στόχος του καινούργιου επιτεύγματος είναι το στομάχι, με σκοπό να επιφέρει γρηγορότερα το αίσθημα του κορεσμού.
Ο διεγερτής τοποθετείται με λαπαροσκοπική επέμβαση στο εσωτερικό της κοιλιάς του παχύσαρκου ατόμου και χρησιμοποιεί μια μίνι γεννήτρια η οποία συνδέεται με το στομάχι μέσω δύο λεπτών καλωδίων.
Όταν τεθεί σε λειτουργία, ο διεγερτής παράγει ηλεκτρικές εκκενώσεις σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, οι οποίες τελικά οδηγούν στην ταχύτερη δημιουργία του συναισθήματος του κορεσμού. Έτσι, το παχύσαρκο άτομο δεν αισθάνεται πείνα, με αποτέλεσμα να τρώει λιγότερο και να χάνει σταδιακά σωματικό βάρος.
Στο πλαίσιο της μελέτης, οι ερευνητές δοκίμασαν την αποτελεσματικότητα του νέου επιτεύγματος σε 30 παχύσαρκους εθελοντές και από τα δύο φύλα. Επειτα από ένα χρόνο διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντες – που στην αρχή της μελέτης ήταν κατά μέσο όρο 109 κιλά – είχαν απωλέσει κατά μέσο όρο περίπου το 18% του σωματικού βάρους τους, γεγονός που χαρακτηρίζεται σημαντική επιτυχία.
Οι Αμερικανοί επιστήμονες ελπίζουν ότι η καινούργια αυτή μέθοδος θα αντικαταστήσει τις έως σήμερα εφαρμοζόμενες τεχνικές αντιμετώπισης της παχυσαρκίας (σμίκρυνση στομάχου, γαστρική παράκαμψη) οι οποίες αποτελούν μείζονες χειρουργικές επεμβάσεις.
Ο καινούργιος ηλεκτρικός διεγερτής κυκλοφορεί ήδη επίσημα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ωστόσο η έγκρισή του από τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων εκτιμάται ότι θα λάβει χώρα σε περίπου δύο χρόνια.