Για όποια και όποιον έχει εργαστεί έστω και για μια εβδομάδα σε ένα ελληνικό πανεπιστήμιο, ένα πράγμα είναι απολύτως σαφές. Τα ίδια τα Πανεπιστήμια ουδέποτε είχαν πρόβλημα «αιωνίων φοιτητών». Πράγμα που σημαίνει πολύ απλά ότι οι διαγραφές φοιτητών, για τις οποίες πανηγυρίζει η κυβέρνηση και ορισμένα φιλοκυβερνητικά μέσα, δεν θα λύσουν κανένα απολύτως πρόβλημα. Αντιθέτως, θα στερήσουν από χιλιάδες φοιτητές που θα μπορούσαν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους τη δυνατότητα να το κάνουν.

Οι «αιώνιοι φοιτητές» δεν κοστίζουν τίποτα στα Πανεπιστήμια. Ούτε σημαίνουν παραπάνω κόπο για τις γραμματείες. Δεν έχουν δωρεάν συγγράμματα, ούτε σίτιση και στέγαση. Δεν υπολογίζονται για τη χρηματοδότηση. Ούτε υπολογίζονται στις στατιστικές που χρησιμοποιούνται για τη διεθνή κατάταξη των πανεπιστημίων.

Ουδέποτε τα ίδια τα Πανεπιστήμια ζήτησαν να λυθεί το πρόβλημα των «αιώνιων φοιτητών» ή να γίνουν διαγραφές, γιατί δεν αποτελούσε για αυτά πρόβλημα.

Οι «αιώνιοι φοιτητές» είναι ένα πρόβλημα που κατασκευάστηκε, πρωτίστως για ιδεολογικούς λόγους.

Γιατί εάν κοιτάξουμε λίγο στο παρελθόν, θα δούμε ότι το ζήτημα αυτό αρχίζει να συζητιέται στη Μεταπολίτευση, πρωτίστως από δεξιούς και συντηρητικούς κύκλους.

Είναι η εποχή που το φοιτητικό κίνημα, πολιτικοποιημένο και με το κύρος που είχε στην κοινωνία μετά την ηρωική εξέγερση του Πολυτεχνείου, είχε έναν πολύ ευρύτερο αντίκτυπο σε μια κοινωνία που αναζητούσε ριζοσπαστικούς δρόμους.

Σε αυτό το πλαίσιο, «στοχοποιήθηκε» η φιγούρα του «επί πτυχίω» φοιτητή που δεν έπαιρνε πτυχίο γιατί συνέχιζε να κάνει πολιτική και συνδικαλιστική δουλειά στα πανεπιστήμια. Ας μην ξεχνάμε ότι για τα κόμματα της Αριστεράς και τις εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις, αυτοί οι φοιτητές ήταν ιδιαίτερα χρήσιμα και σημαντικά στελέχη και έπαιζαν ρόλο στη διαμόρφωση του όλου πολιτικού κλίματος. Επιπλέον, ήταν εποχές όπου η στράτευση γινόταν αντιληπτή με διαφορετικό (και πιο ολόψυχο) τρόπο.

Γι’ αυτό και διαμορφώθηκε ένα κλίμα εναντίον τους. Μόνο που ήταν ένα κλίμα συντηρητικό, αντιδραστικό και αυταρχικό. Αποτύπωνε εχθρότητα προς τον συνολικότερο εκδημοκρατισμό που εκπροσωπούσε η Μεταπολίτευση.

Αποκορύφωμα αυτών των προσπαθειών, ο Νόμος 815/1978, το κατεξοχήν νομοθέτημα που προσπάθησε να «πειθαρχήσει» τους φοιτητές και το οποίο εκτός όλων των άλλων, προέβλεπε ότι «η φοιτητική ιδιότης δεν δύναται να διαρκέσει επί χρονικόν διάστημα μεγαλύτερον των υπο των κειμένων διατάξεων προβλπομένων κατά Σχολήν ετών φοιτήσεως προσηυξημένων κατά το ήμισυ τούτων».

Ο νόμος θα πυροδοτήσει ένα πανελλαδικό κύμα καταλήψεων στα τέλη του 1979 που θα οδηγήσει στην πλήρη αναστολή του, πάνω από έναν χρόνο μετά την ψήφισή του, με απόφαση του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Έκτοτε το ζήτημα θα επανέρχεται διαρκώς αλλά πάντα με την ίδια ιδεολογική εμμονή και πάντοτε με τρόπο επί της ουσία εξωτερικό προς αυτό που ήθελαν τα ίδια τα πανεπιστήμια.

Θα επανέλθει στον Ν.3549/2007, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, χωρίς επί της ουσίας να εφαρμοστεί, θα ανασταλεί αργότερα και τώρα εφαρμόζεται. Πάντα χωρίς καμία πειστική εξήγηση ως προς το γιατί αυτό θα ωφελήσει όντως τα Πανεπιστήμια.

Και τώρα παρουσιάζεται ως βήμα εκσυγχρονισμού, με τους σχετικούς πανηγυρισμούς σε συγκεκριμένα ΜΜΕ, ένα μέτρο που από τη μια αφορά φοιτητές που ήταν απλώς ένα ψηφιακό ίχνος σε ένα μητρώο και από την άλλη αφορά φοιτητές που στερούνται οριστικά το δικαίωμα να ολοκληρώσουν τις σπουδές του, παρότι θα το μπορούσαν. Φοιτήτριες και φοιτητές που διέκοψαν τις σπουδές τους λόγω βιοποριστικών αναγκών, οικογενειακών προβλημάτων (ενίοτε και τραγωδιών) και υποχρεώσεων, αδυναμίας να καλύψουν το κόστος φοίτησης μακριά από την κατοικία τους, προβλημάτων υγείας, και σε κάποιες περιπτώσεις βαθμολογικών αδικιών από διδάσκοντες που έκαναν περιττές επιδείξεις αυστηρότητας. Φοιτήτριες και φοιτητές που αποθαρρύνθηκαν, προφανώς και μπορούσαν να συγκεντρώσουν γρήγορα τις όποιες προϋποθέσεις για παράταση και που εάν τους είχε δοθεί η δυνατότητα και υποστήριξη θα είχαν ολοκληρώσει τις σπουδές τους.

Με αποτέλεσμα να φτάνουμε σε ένα σημείο όπου από τη μια κάθε χρόνο προβάλλουμε – και ορθά – αυτές και αυτούς που αποφασίζουν να σπουδάσουν και να πάρουν πτυχίο σε μεγάλη ηλικία και από την άλλη διαγράφουμε τριαντάρηδες ή ακόμη και σαραντάρηδες που θα μπορούσαν όντως να πάρουν πτυχίο.

Και μάλιστα σε μια περίοδο όπου ακόμη και το δεξιό ιδεολογικό αντανακλαστικό που γέννησε το «ζήτημα» για τους αιώνιους φοιτητές, μοιάζει να μην έχει αντικείμενο, καθώς πολύ απλά δεν υπάρχουν πια παραδείγματα πολιτικοποιημένων φοιτητών που παρατείνουν τις σπουδές τους για να «κάνουν συνδικαλισμό».

Όλα αυτά δεν αποτυπώνουν μόνο τις επιπτώσεις από το παλαιότερο μίσος για το φοιτητικό κίνημα. Αποτυπώνεται και ένα ιδιότυπο μίσος για το δημόσιο πανεπιστήμιο και ότι εκπροσωπεί: την αντίληψη ότι η γνώση είναι δικαίωμα και όχι εμπόρευμα, την αντίληψη της έρευνας ως κοινωνικού αγαθού, την επιμονή ότι το πανεπιστήμιο πρέπει να βουλεύεται (και όχι να «βολεύεται») και να είναι χώρος πολιτικοποίησης γιατί είναι το «εργαστήρι σκέψης» της κοινωνίας.

Φαίνεται αυτό και από το πώς οι διαπρύσιοι υπερασπιστές της «Αριστείας» δεν είχαν κανένα πρόβλημα να χαμηλώσουν ως εκεί που δεν πήγαινε άλλο τον πήχη για τα ιδιωτικά ΑΕΙ που ετοιμάζονται να πουλήσουν ακαδημαϊκούς τίτλους, αμφιβόλου ποιότητας, την ώρα που τα δημόσια πανεπιστήμια δίνουν καθημερινή μάχη για να μπορέσουν απλώς να κάνουν καλά τη δουλειά τους και που αντί να λάβουν οικονομική ενίσχυση, προσωπικό, υποδομές, λαμβάνουν εντολές να κάνουν διαγραφές φοιτητών που τα ίδια ουδέποτε ζήτησαν.

Το δημόσιο πανεπιστήμιο παραμένει ουσιωδώς εν κινδύνω στη χώρα μας. Δηλαδή, παραμένει εν κινδύνω το δικαίωμα της ελληνικής κοινωνίας να έχει χώρους που προάγουν τη γνώση, την έρευνα, την κριτική σκέψη, τη δημοκρατική δημόσια συζήτηση. Και θα παραμείνει εξίσου, αν όχι περισσότερο, εν κινδύνω και μετά τις διαγραφές φοιτητών.

Και το ζήτημα δεν αφορά απλώς τα Πανεπιστήμια ούτε τις/τους πανεπιστημιακούς. Αφορά την κοινωνία και το μέλλον της, απέναντι σε πολιτικές και ιδεολογίες που δεν αντιμετωπίζουν τη γνώση ω μοχλό χειραφέτησης, ούτε καν κοινωνικής προσφοράς, αλλά μόνο ως ένα από τα πεδία όπου μπορεί να υπάρξει κερδοφορία και όπου σε τελική ανάλυση δίκιο έχουν μόνο ο πελάτης και ο επενδυτής.

Μόνο που τις γνωσιακές ανάγκες της κοινωνίες, πολύ περισσότερο τις ανάγκες για ιδέες, σχέδια, τεχνολογίες, κοινωνικές διαρρυθμίσεις για ένα καλύτερο μέλλον δεν θα μας τις δώσει καμιά εφαρμογή Τεχνητής Νοημοσύνης. Θα μας τη δώσει μόνο το είδος έρευνας και παραγωγής γνώσης και ιδεών και συζήτησης και κριτικού διαλόγου που μπορεί να υπάρξει μέσα σε δημόσια πανεπιστήμια, που έχουν υψηλό επίπεδο, δημοκρατικό ήθος και αντίληψη της της ακαδημαϊκότητας πρωτίστως ως ευθύνης απέναντι στην κοινωνία και το μέλλον της.