Δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Γεωργίου Δροσίνη, επήρα τις ημέρες αυτές στα χέρια μου την μικρή εκλογή (σ.σ. ανθολογία) των έργων του την οποία μας έδωσε ο «Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων». Καλύτερο μνημόσυνο δεν μπορούσε να γίνει στον εκλεκτό και σεμνόν εκείνον λόγιο από μια τέτοια δημοσίευση, που ίσως αποτελέσει κίνητρο για κάτι πιο μεγάλο και πιο υπεύθυνο· εννοώ πρώτιστα την έκδοση των «Απάντων» του, για την οποία, επιτέλους, υπάρχουν και κάποιες σχετικές υποχρεώσεις, που πριν από ολίγα χρόνια είχαν απασχολήσει σοβαρά την Έδλα Νάζου. Κι αν το έργο τούτο, έστω και σε αραιά διαστήματα δοσμένο, φανερωνόταν ανώτερο από την αντοχή των Ελλήνων εκδοτών ή του ελληνικού αναγνωστικού κοινού, υπάρχει μια άλλη, πιο άμεση και ευκολώτερα εκτελεστή υποχρέωση: το δεύτερο μέρος από τα «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου», του οποίου η έκδοση σε τόμο θα αποτελέσει πολύτιμη προσφορά στην μνήμη του ποιητή και, πιο γενικά, στα ελληνικά γράμματα. Είχα κι άλλες πρόσφατες αφορμές να τιμήσω την ανανεωμένη εκδοτική προσπάθεια του «Συλλόγου»· χαίρομαι που και σήμερα, όσο κι αν το καινούριο τούτο βιβλίο θα μπορούσε να προκαλέσει μερικές επιφυλάξεις σε έναν αυστηρό κριτή, μου παρέχεται και πάλι η ευκαιρία να σχολιάσω την δραστηριότητα του «Συλλόγου» και την συνεχιζόμενη έτσι συμβολή του στα πράγματα της νέας μας παιδείας.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 10.3.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η Εισαγωγή και η εκλογή των κειμένων του Δροσίνη έχει γίνει σ’ αυτόν τον τόμο από την Κυρία Φ. Π. Λογοθέτη. Από μία άποψη πολύ σημαντική, θα έλεγα ότι ορθά έγινε η ανάθεση του λεπτού αυτού έργου σε έναν άνθρωπο που εγνώρισε τον Δροσίνη προσωπικά, που τον εσεβάσθηκε και τον αγάπησε όσο του άξιζε, που μπορεί, δηλαδή, να μας μεταβιβάσει κάτι από την προφορική κληρονομιά του ευγενικού ποιητή. Και πραγματικά, πού και πού, μέσα στον σχετικά μακρό πρόλογο, ο τόνος της φωνής παίρνει κάτι από τον χαρακτήρα των απομνημονευμάτων, και συγκινεί είτε εμάς, όσοι ευτυχήσαμε να δούμε, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, τον σεβάσμιο πρεσβύτη στο σπίτι της Κηφισιάς, είτε όσους θέλγονται ακόμη από το διακριτικό άρωμα του έργου του και θα ήθελαν με κάποιον τρόπο να συλλάβουν κάτι από την φευγαλέα υλική του υπόσταση. Θα προσθέσω αμέσως ότι τα μέρη αυτά της εισαγωγής, τα μέρη με το προσωπικό, υποκειμενικό, στοιχείο, είναι τα καλύτερα μέσα στην παρουσίαση του Δροσίνη η οποία επιχειρείται εδώ, και ότι ευχής έργο θα είναι να ξαναπιάσει κάποτε το ίδιο θέμα η Κυρία Φ. Π. Λογοθέτη, και να μας δώσει άμεσα τις αναμνήσεις της από την γνωριμία της με τον Δροσίνη. Κατά τα άλλα, η εργασία της έχει κάτι λαχανιασμένο, ασθματικό, σαν να εγράφθηκε κάτω από την επίδραση μιας, αδικαιολόγητης, βιασύνης. Φράσεις μικρές, ασύνδετες αναμεταξύ τους, μερικά πρωθύστερα, μια σύνθεση ταραγμένη σε τέτοιο βαθμό ώστε κάποια χωρία να μην παρέχουν καν νόημα ικανοποιητικό. […]


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 10.3.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Αυτά είναι οχληρά πράγματα, αλλά, αν ζημιώνουν κάποιον, ζημιώνουν εκείνον που τα γράφει. Πιο σημαντική θα κατελόγιζα κάποιαν ασάφεια στις πληροφορίες […]. Και πιο σπουδαία ακόμη θα εθεωρούσα τα λάθη όσα παρουσιάζονται στην εκτέλεση του κύριου σκοπού του βιβλίου, δηλαδή στην επαναφορά σε κοινή χρήση των κειμένων του Δροσίνη. Έτσι, θα ανέφερα για παράδειγμα την «Μυγδαλιά», που ξαναπαρουσιάζεται μέσα στην Εισαγωγή, τάχα αποκαταστημένη, επειδή οι στίχοι της «εστρεβλώθηκαν», καθώς φαίνεται πως έλεγε ο Δροσίνης, περνώντας «από στόμα σε στόμα»: όχι μόνο είναι απαράδεκτη η μορφολογική παρουσίαση των στίχων όπως γίνεται εδώ, αλλά και το κείμενο μάς παρέχεται ίσως σε μία μορφή αναθεωρημένη από τον ποιητή, μα που πάντως ολίγη σχέσην έχει με την αυθεντική μορφή των «Ιστών Αράχνης». Τέλος θα προσέθετα ότι ο Δροσίνης δεν είταν άνθρωπος να γράψει «την ελπίδαν», και ότι οπωσδήποτε εκεί όπου ο επιμελητής του βιβλίου τού χαρίζει αυτόν το νόθο τύπο, ο ποιητής έχει γράψει αβίαστα και σωστά «την ελπίδα». Φοβούμαι ότι αυτά δεν θα είναι τα μόνα λάθη, αφού εγώ τα εβρήκα κοιτάζοντας απλώς να ιδώ ποια κείμενα υπάρχουν μέσα στο βιβλίο: μία συστηματική αναθεώρηση επόμενο είναι να αποκαλύψει και άλλα. Για τούτο έγραψα πριν ότι το βιβλίο τούτο θα μπορούσε να προκαλέσει επιφυλάξεις σε έναν αυστηρό κριτή.


Εγώ αυστηρός κριτής δεν είμαι. Χαίρομαι που εβγήκε η Εκλογή των έργων του Δροσίνη, και μάλιστα εύχομαι να εξαντληθεί γλήγορα για να ξανατυπωθεί απαλλαγμένη από λάθη και αβλεψίες. Τότε, ίσως, αν θελήσει, η Κυρία Φ. Π. Λογοθέτη θα μπορέσει να λάβει υπόψη της και μερικές ευχές παλιών θαυμαστών του ποιητή και να περιλάβει ακόμη λίγους στίχους του, είτε περικόβοντας άλλους λιγότερο φανερά σημαντικούς, είτε μακραίνοντας λίγο ακόμη την Εκλογή, που θα το άξιζε. Σκέπτομαι ιδίως εκείνους τους «Χαιρετισμούς της θάλασσας», αγαπητούς στον ποιητή τους, και αγαπητούς στον Βενιζέλο: δυο τίτλοι σημαντικοί για να τους κρατήσουμε ζωντανούς και πρόχειρους κοντά μας.


Ο Δροσίνης, όπως άλλωστε κι ο μεγάλος του φίλος, ο Παλαμάς, εξεπέρασε το κανονικό όριο της ζωής ενός λογίου, επέζησε έτσι αισθητά στο κύριο έργο του, και, έτσι επίσης, απέθανε όταν ανέβαινε πια στο προσκήνιο των γραμμάτων μια γενιά που απείχε πάρα πολύ από εκείνον. Δεν είναι λόγος για να τον αμελήσουμε, για να τον χάσουμε από τον κόσμο μας: η αξία του ξεπερνάει τον καιρό του, και αποτελεί, μικρή ή μεγάλη αδιάφορο, μόνιμη πρόσκτηση της παιδείας μας. Χωρίς μεμψιμοιρίες, λοιπόν, ας ξαναπιάσουμε στα χέρια μας το έργο του, έτσι που μας προσφέρεται τώρα, όσοι δεν μπορούμε να το ξεφυλλίσουμε στις παλιές του εκδόσεις, κι ας διαβάσουμε κάποιους στίχους του, κάποια του πεζά. Ένα καλό μνημόσυνο, που του αξίζει, και που για εμάς δεν είναι ανώφελο.

*Κείμενο του Κ. Θ. Δημαρά (1904-1992), κορυφαίου κριτικού και ιστορικού της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αφιερωμένο στη μνήμη του Γεωργίου Δροσίνη. Είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Παρασκευή 10 Μαρτίου 1961, με αφορμή αφενός τη συμπλήρωση δέκα ετών από το θάνατο του λογοτέχνη και αφετέρου την έκδοση ενός τόμου με κείμενά του.

Ο λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Γεώργιος Δροσίνης, με καταγωγή από το Μεσολόγγι, γεννήθηκε στην καρδιά της Αθήνας (συνοικία της Πλάκας) στις 9 Δεκεμβρίου 1859 και απεβίωσε στην Κηφισιά στις 3 Ιανουαρίου 1951.


Ο ποιητής της «Ανθισμένης αμυγδαλιάς» δημιούργησε στα ενενήντα και πλέον χρόνια της ζωής του ένα πολύπλευρο έργο, συνυφασμένο με την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας την ίδια εποχή.


Ο Δροσίνης αφιερώθηκε στη λογοτεχνία και στην παιδεία προβάλλοντας τις απλές χαρές της καθημερινής ζωής, τα ήρεμα αισθήματα και όχι τα ρομαντικά πάθη, και μάλιστα χωρίς μεγαλοστομίες και ρητορισμούς, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα που ήταν κατανοητή στον πολύν κόσμο.

Τα ποιήματά του —δεκατέσσερις ποιητικές συλλογές εξέδωσε ο Δροσίνης— διακρίνονται για τις πλούσιες εικόνες τους, την άρτια έκφρασή τους, αλλά και το χαμηλό τόνο τους.


Η Γενιά του 1880, στην οποία είχε προσχωρήσει ο Δροσίνης

Στο συγγραφικό έργο του Δροσίνη περιλαμβάνονται, επίσης, πολλά πεζογραφήματα (μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, παιδικά παραμύθια κ.ά.).


Ο Δροσίνης υπήρξε γραμματέας του Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Bιβλίων (ΣΩΒ) από ιδρύσεώς του (το 1899) και τακτικό μέλος (καθώς και πρώτος Γραμματεύς επί των Δημοσιευμάτων) της Ακαδημίας Αθηνών επίσης από ιδρύσεώς της (το 1926).