Ήταν το έτος 1347 μ.Χ. όταν η βουβωνική πανώλη έφτασε στα λιμάνια της Ιταλίας, από όπου εξαπλώθηκε στην Ευρώπη για να σκοτώσει περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού. Σύμφωνα με μια νέα μελέτη, η χειρότερη πανδημία στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν αποκλείεται να ήρθε ως αποτέλεσμα μιας ξαφνικής κλιματικής κρίσης.

Τα δύο χρόνια που προηγήθηκαν της πανδημίας, η έκρηξη ενός ή περισσότερων ηφαιστείων κάπου στον πλανήτη απελευθέρωσε στην ατμόσφαιρα τεράστιες ποσότητες θειαφιού, οι οποίες έκρυψαν τον ήλιο, μείωσαν τη θερμοκρασία και κατέστρεψαν έτσι τις σοδειές σιτηρών γύρω από τη Μεσόγειο, εκτιμούν οι ερευνητές.

Αντιμέτωπη με κοινωνική αναταραχή λόγω της έλλειψης τροφίμων, η Ιταλία έλαβε τότε την απόφαση να εισαγάγει σιτηρά από τη Μαύρη Θάλασσα. Εκτός από σιτάρι, τα πλοία που κατέφθαναν στη Βενετία, τη Γένοβα και άλλες πόλεις μετέφεραν και ψύλλους, φορείς του βακτηρίου της πανώλης, Yersinia pestis.

Το εμπόριο ήταν γνωστό ότι έπαιξε ρόλο στην εξάπλωση της φρικτής ασθένειας, η οποία ξεκινά συνήθως με συμπτώματα σαν της γρίπης και συνεχίζεται με επώδυνο πρήξιμο των λεμφαδένων στη βουβωνική χώρα.  Έως και το 90% των ασθενών πεθαίνει χωρίς θεραπεία, ενώ όσοι επιζούν μπορεί να χάσουν τα χέρια, τα πόδια ή τα χείλη από γάγγραινα.

Έως και 50 εκατομμύρια άνθρωποι εκτιμάται ότι βρήκαν φρικτό θάνατο στην πανδημία «μαύρης πανώλης» που διήρκεσε από το 1347  έως 1353. Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της ευρωπαϊκής ιστορίας, η κρίση είχε βαθιές κοινωνικές, οικονομικές και θρησκευτικές συνέπειες για πολλές δεκαετίες.

Ο πίνακας του Πίτερ Μπρίγκελ «Ο Θρίαμβος του Θανάτου» (1562) αποτυπώνει τον τρόμο και την κοινωνική αναταραχή που έφερε η πανούκλα

Η νέα μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στο  Communications Earth & Environment, ξεκίνησε όταν ο Ουλφ Μπίντγκεν, ερευνητής του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, παρατήρησε κάτι περίεργο σε νεκρά και αιωνόβια δέντρα ψηλά στην οροσειρά των Πυρηναίων.

Οι δακτύλιοι ανάπτυξης των κορμών, των οποίων το πάχος εξαρτάται από της κλιματικές συνθήκες, αποκάλυπταν ότι τα δέντρα πέρασαν μια δύσκολη περίοδο τα καλοκαίρια του 1345 και 1346, ίσως ένα κύμα ψύχους που επιβράδυνε την ανάπτυξή τους.

Η ίδια ανωμαλία παρατηρήθηκε αργότερα στους δακτυλίους ανάπτυξης δέντρων από άλλες περιοχές της Ευρώπης. Σύμφωνα με τους ερευνητές, λίγο πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας η Ευρώπη έζησε μια ασυνήθιστα ψυχρή διετία.

Η περίοδος αυτή συμπίπτει χρονικά με απότομες αυξήσεις στη συγκέντρωση θειαφιού που παγιδεύτηκε στους πάγους της Γροιλανδίας και της Ανταρκτικής. Μία ή περισσότερες ηφαιστειακές εκρήξεις κάπου στη Γη πρέπει να απελευθέρωσαν στην ατμόσφαιρα μεγάλες ποσότητες θείου που έκρυψαν τον Ήλιο. Ιστορικές αναφορές από την Ιαπωνία και άλλες χώρες επιβεβαιώνουν ότι ο καιρός ήταν ασυνήθιστα νεφελώδης από το 1345 έως το 1347.

Στην Ιταλία, η σοδειά ήταν περιορισμένη αυτά τα δύο χρόνια, με αποτέλεσμα να εκτοξευτούν οι τιμές των σιτηρών σε υψηλό 80 ετών. Και καθώς τα τρόφιμα εξαντλούνταν, η κυβέρνηση άρχισε να ανησυχεί για κοινωνική αναταραχή, όπως προκύπτει από μαρτυρίες της εποχής.

Εκείνη την περίοδο, η Ιταλία βασιζόταν στα σιτηρά της Σικελίας και τις εισαγωγές από Ισπανία και Βόρεια Αφρική. Οι ελλείψεις όμως ανάγκασαν τη Βενετία, τη Γένοβα και άλλες πόλεις να άρουν το εμπάργκο στα σιτηρά από τη Μαύρη Θάλασσα, την οποία ήλεγχε τότε η Μογγολική Αυτοκρατορία.

«Το 1347, αναγκάστηκαν να συμφιλιωθούν με τους Μογγόλους λόγω της πίεσης που δέχονταν από τη μείωση των αποθεμάτων τροφίμων» ανέφερε στον δικτυακό τόπο του Science ο Μάρτιν Μπάουχ του Ινστιτούτου Ιστορίας και Πολιτισμού Ανατολικής Ευρώπης στη Λειψία, πρώτος συγγραφέας της μελέτης.

Οι ερευνητές αρχικά εξέτασαν τους δακτυλίους ανπτυξης σε δέντρα των Πυρηναίων (Ulf Büntgen)

Όμως τα πλοία που σύντομα άρχισαν να καταφθάνουν από τη Μαύρη Θάλασσα δεν έφεραν μόνο σιτάρι.

«Οι ψύλλοι των αρουραίων έλκονται από τα αποθέματα σιτηρών και μπορούν να επιζήσουν για μήνες με σκόνη σιτηρών ως ύστατη πηγή τροφής, κάτι που τους επέτρεψε να επιζήσουν στο μακρύ ταξίδι» εξήγησε ο Μπάουχ στο CNN.

Όπως είπε, «ο χειρότερος λιμός του 13ου και 14ου αιώνα συνέβη τα χρόνια που προηγήθηκαν της μαύρης πανώλης. Χωρίς έναν λιμό που σχετιζόταν με το κλίμα, δεν μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί η μαύρη πανώλη έφτασε στην ιταλία το 1347 και 1348».

Η μελέτη, εξάλλου, δείχνει να εξηγεί γιατί η πανδημία χτύπησε πρώτα στη Βενετία και τη Γένοβα, οι οποίες βασίζονταν στις εισαγωγές σιτηρών, και εξαπλώθηκε αρκετά αργότερα στη Ρώμη και το Μιλάνο, πόλεις με εκτεταμένες καλλιέργειες.

Όπως σχολίασε ο Μπίντγκεν, η πανδημία «ήταν μια πρώιμη συνέπεια της παγκοσμιοποίησης».

«Το εμπόριο βοηθά στη μετάδοση».