Ήταν ο Σαλβαδόρ Νταλί εκείνος που μετέτρεψε μια μικρή, έντονη αγροτική σκηνή, το Angelus (Άγγελος), που ζωγράφισε ο Ζαν-Φρανσουά Μιλέ το 1857-59 και ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στην εποχή του, σε τοτέμ της σύγχρονης τέχνης.

Στο πρωτότυπο (Angelus) βλέπουμε ένα ευσεβές ζευγάρι χωρικών που στο άκουσμα της καμπάνας από μια μακρινή εκκλησία, το καθολικό κάλεσμα για προσευχή, σταματά να μαζεύει πατάτες για να προσευχηθεί.

Ο Μιλέ δεν προσεγγίζει τον χώρο ως ειδύλλιο στον χρόνο, αλλά ως τόπο όπου οι φτωχοί δουλεύουν μέχρι θανάτου.

Από τα γραπτά του Νταλί, γνωρίζουμε ότι έβλεπε πολύ περισσότερα στον πίνακα, από φαλλικά σύμβολα μέχρι οικογενειακές τραγωδίες. Σε μια από τις πολλές εκδοχές του, το Atavism at Twilight, το ζευγάρι βγάζει γεωργικά εργαλεία από τα σώματά του. Στα σουρεαλιστικά σχέδιά του αυτοί οι καλοί άνθρωποι της υπαίθρου μετατρέπονται σε μουχλιασμένα, μουμιοποιημένα κουφάρια ή μεταμορφώνονται σε απολιθώματα από τον χρόνο και τη θλίψη.

Το Angelus γνώρισε μεγάλη επιτυχία στη δεκαετία του 1800, αναπαράχθηκε ευρέως, ενώ το πρωτότυπο πέρασε από μια σειρά ιδιωτικών συλλογών σε τιμές ρεκόρ μέχρι που το Λούβρο, το οποίο προσπάθησε για πρώτη φορά να το αγοράσει για τη Γαλλία το 1889, το απέκτησε το 1910. Το 1932 δέχτηκε ίσως τον απόλυτο φόρο τιμής: δέχτηκε επίθεση καθώς χαράχτηκε αρκετές φορές με σουγιά. Αφού επισκευάστηκε, παρέμεινε στο Λούβρο μέχρι να ανοίξει το Orsay το 1986.

«Η ιδέα μου ήρθε επειδή θυμήθηκα ότι η γιαγιά μου, ακούγοντας την καμπάνα της εκκλησίας να χτυπάει ενώ δουλεύαμε στα χωράφια, μας ανάγκαζε πάντα να σταματήσουμε τη δουλειά για να πούμε την προσευχή του Αγγέλου για τους φτωχούς κεκοιμημένους»

Atavism at Twilight, Σσαλβαντόρ Νταλί, 1934, Πηγή: Wikiart

Μια πολιτική απόφαση

Ο Βαν Γκογκ βρισκόταν στο Λονδίνο και εργαζόταν στο υποκατάστημα Covent Garden του εμπόρου τέχνης Goupil et Fils, όταν έγραψε για τη δύναμή του σε μια από τις πρώτες επιστολές του. «Αυτός ο πίνακας του Μιλέ, L’angelus du soir», είπε στον αδελφό του Τεό το 1874, «αυτός είναι πράγματι – είναι υπέροχος, είναι ποίηση». Σε ηλικία μόλις 21 ετών, πέντε χρόνια πριν αποφασίσει να γίνει ζωγράφος, ο γιος του Ολλανδού πάστορα είδε κάτι μοναδικά ποιητικό στον πίνακα.

Ο δημιουργός του, Ζαν-Φρανσουά Μιλέ, βρισκόταν τότε στο τέλος της ζωής του. Όπως ο Μπρίγκελ αιώνες πριν από αυτόν, ο Μιλέ ζωγράφισε την αγροτική ζωή τόσο αυθεντικά που οι άνθρωποι πίστευαν ότι ήταν ένας χωρικός που μοιραζόταν τον κόσμο του. Αυτό δεν ήταν εντελώς αβάσιμο: γεννήθηκε σε μια αγροτική οικογένεια από το Γκρουσί, κοντά στις ακτές της Μάγχης στη Νορμανδία. Ο Μιλέ είπε ότι ο πίνακας απεικονίζει μια ανάμνηση αυτής της παιδικής ηλικίας: «Η ιδέα μου ήρθε επειδή θυμήθηκα ότι η γιαγιά μου, ακούγοντας την καμπάνα της εκκλησίας να χτυπάει ενώ δουλεύαμε στα χωράφια, μας ανάγκαζε πάντα να σταματήσουμε τη δουλειά για να πούμε την προσευχή του Αγγέλου για τους φτωχούς κεκοιμημένους».

Ο Μιλέ δεν ήταν ένας αφελής καλλιτέχνης. Εκπαιδεύτηκε στο Παρίσι με τον ιστορικό ζωγράφο Ιπολίτ-Πωλ Ντελαρός, διάσημο για την εκτέλεση της Lady Jane Grey (1833). Τα πράγματα όμως δεν πήγαν καλά και αποσύρθηκε στο Χερβούργο., καθώς δεν ήθελε να κολλήσει σε μια καριέρα τοπικού  ζωγράφου πορτραίτων.

Τότε, ξαφνικά, βρήκε τον εαυτό του. Ο Μιλέ άρχισε να ζωγραφίζει τη σκληρή ζωή των αγροτών. Ήταν μια πολιτική απόφαση. Έκανε την πρώτη του επιτυχία με τον «Winnower», έναν πίνακα που απεικονίζει έναν άνδρα να κουνάει ένα καλάθι με σιτηρά, ρίχνοντάς τα ψηλά στον αέρα, ώστε όταν πέσουν να διαχωριστεί το σιτάρι από τοι άχυρο. Ακούγεται αλληγορικό αυτό; Σίγουρα είναι, διότι ο Μιλέ παρουσίασε αυτή την εικόνα ενός αγρότη που ξεχορταριάζει τους διεφθαρμένους κακούς σπόρους στο Paris Salon (επίσημη έκθεση ζωγραφικής της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Παρισιού) το 1848, τη χρονιά που οι επαναστάσεις συγκλόνισαν την Ευρώπη.

Οι πίνακες που ακολούθησαν (The Sower; The Gleaners) είναι μνημεία της σπαρακτικής αγροτικής εργασίας. Ο Μιλέ δεν προσεγγίζει τον χώρο ως ειδύλλιο στον χρόνο, αλλά ως τόπο όπου οι φτωχοί δουλεύουν μέχρι θανάτου.

«O πιο ανησυχητικός, ο πιο αινιγματικός, ο πιο πυκνός, ο πιο πλούσιος σε ασυνείδητες σκέψεις που υπήρξε ποτέ»

Αngelus (μετά τον Μιλέ), 1880 του Βίνσεντ Βαν Γκογκ, Πηγή: vincentvangogh.org

Ένα «ιερό έδαφος»

Ο Βαν Γκογκ είδε τη συμπόνια του Μιλέ μέσα από ένα θρησκευτικό πρίσμα. Αμέσως μετά από εκείνη την πρώιμη επιστολή προς τον Τεό απολύθηκε και, μετά από ένα διάστημα διδασκαλίας, προσπάθησε να γίνει ιεροκήρυκας και ιεραπόστολος για τους φτωχούς. Η οικογένειά του πίστευε ότι είχε θρησκευτική μανία. Η θέρμη του περιλάμβανε και τη λατρεία του Μιλέ. Όταν είδε μια έκθεση με σχέδια του Μιλέ, παραληρούσε: «Ένιωσα να λέω στον εαυτό μου, βγάλε τα παπούτσια σου, γιατί το μέρος όπου στέκεσαι είναι ιερό έδαφος».

Το χρέος του Βαν Γκογκ προς τον Μιλέ είναι εμφανές στο πρώιμο έργο του. Στο σχέδιο του 1885 «Peasant Woman Digging», δίνει στον σκαπανέα μια ογκώδη, γήινη παρουσία – όπως οι άνθρωποι του Μιλέ. Αλλά η πιο κραυγαλέα αναφορά του στο Angelus είναι το The Potato Eaters.

Peasant Woman Digging, Βίνσεντ Βαν Γκογκ, 1885, Πηγή: Wikipedia

Στον Άγγελο του Μιλέ, οι χωρικοί έχουν κάνει ένα διάλειμμα από τον επίπονο μόχθο τους σκάβοντας για α βγάλουν πατάτες από το σκληρό χώμα: βλέπουμε πατάτες στο καλάθι τους και σε ένα φουσκωμένο σάκο στο καροτσάκι τους. Οι πατατοφάγοι (Potato Eaters) του Βαν Γκογκ μοιάζουν με το επόμενο κεφάλαιο. Οι αγρότες έχουν πάει στο σπίτι τους για να μοιραστούν ένα ταπεινό γεύμα με την οικογένειά τους. Ο Βαν Γκογκ διεκδικεί εδώ τη διαδοχή του Μιλέ ως ζωγράφος των αγροτών.

Μήπως όμως ο Βαν Γκογκ ανταποκρίθηκε τόσο έντονα στον πίνακα για λόγους που ήταν πιο δύσκολο να κατονομάσει κανείς από την πολιτική ή τη θρησκεία; Ένας σουρεαλιστής θα έλεγε ναι.

Potato Eaters, Βίνσεντ Βαν Γκογκ, 1885

Ο πιο αινιγματικός πίνακας που υπήρξε ποτέ

Για τον Βαν Γκογκ, αυτός ο πίνακας ήταν «ο πιο ανησυχητικός, ο πιο αινιγματικός, ο πιο πυκνός, ο πιο πλούσιος σε ασυνείδητες σκέψεις που υπήρξε ποτέ». Βλέποντας μέσα από τα μάτια του, ο Angelus είναι λιγότερο ένα κομμάτι της αγροτικής ζωής, περισσότερο ένα κιτς σουρεαλιστικό ονειρικό έργο.

Ρίξτε μια ματιά στη σκηνή του Μιλέ. Τα καφέ κομμάτια πατάτας μέσα στο καλάθι μοιάζουν με χελώνα, ενώ ο άμορφος σάκος θα μπορούσε να περιέχει μέρος ενός σώματος. Οι τρεις αιχμές του τεράστιου δικρανιού έχουν καρφωθεί στο έδαφος με ασυνήθιστη βία. Αν αυτό δεν σας φαντάζει αρκετά φαλλικό,  παρατηρήστε τις δύο χοντρές φουρκέτες του καροτσιού που ξεπροβάλλουν από τις φούστες της γυναίκας. Μήπως αυτοί οι φροϋδικοί υπαινιγμοί υποδεικνύουν κάτι ανείπωτο στη σχέση των μορφών; Στο Atavism at Twilight του Νταλί, το δικράνι είναι καρφωμένο στην πλάτη της γυναίκας: ο άντρας φαντασιώνεται να τη ασελγήσει πάνω της. Είναι η μητέρα του του, σύμφωνα με τον Νταλί.

Εναλλακτικά, πρότεινε ότι είναι οι γονείς ενός νεκρού παιδιού. Ο Νταλί πίστευε ότι ο Μιλέ είχε αρχικά ζωγραφίσει έναν τάφο σε πρώτο πλάνο. Μπορείτε να τον δείτε κατά κάποιο τρόπο. Έπεισε το Μουσείο του Λούβρου να βγάλει ακτινογραφία του πίνακα και ισχυρίστηκε ότι τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν τη θεωρία του. Στοιχειώνει τον απόκοσμο πίνακα του 1965 The Perpignan Station, στον οποίο ο τάφος γίνεται σιδηροδρομική γραμμή που χωρίζει το ζευγάρι Angelus. Το Περπινιάν, ο πρώτος σταθμός στη Γαλλία που ερχόταν από την Ισπανία και όπου ελέγχονταν τα χαρτιά των επιβαινόντων, γίνεται εδώ ένας οριακός τόπος μεταξύ ζωής και θανάτου.

Ο Νταλί τόσες ιδέες για το Angelus που γέμιζαν βιβλίο – και έτσι έγινε. Έγραψε τον τραγικό μύθο του Angelus του Μιλέ τη δεκαετία του 1930 και τον δημοσίευσε τρεις δεκαετίες αργότερα. Έχει χαρακτηριστεί ως η πιο φιλόδοξη θεωρητικοποίηση αυτού που αποκαλούσε «παρανοϊκή-κριτική μέθοδο», κατά την οποία παραισθάνεσαι στρώματα και μεταμορφώσεις ενός αντικειμένου ή μιας εικόνας. Εννοούσε έστω και μια λέξη από αυτά; Είχε πραγματικά εμμονή με τον Angelus ή απλώς απολάμβανε την ιδέα ότι είχε;

The Perpignan Station, Σαλβαντόρ Νταλί, 1965

Un Chien Andalou

Μια απόδειξη ότι το παραλήρημά του ήταν αυθεντικό είναι η ταινία του 1929 που δημιούργησε με τον Λουίς Μπουνιουέλ, Un Chien Andalou, στην οποία ένα ζευγάρι στέκεται όπως οι χωρικοί στον Angelus (αλλά με τη θέση του άνδρα και της γυναίκας αντεστραμμένη) μέχρι που ο έρωτάς τους απολιθώνεται και θάβονται στην άμμο. Αυτή η ταινία, το πιο αυθόρμητο έργο ονειρικής τέχνης του Νταλί, γυρίστηκε πριν δημοσιοποιήσει την εμμονή του με τον Μιλέ. Έτσι, το Angelus ήταν πραγματικά καταχωνιασμένο στην ψυχή του. Σύντομα το ξαναζωγράφισε στο έργο του Archaeological Reminiscence of Millet’s Angelus του 1933, στο οποίο το ζευγάρι γίνεται ένα κολοσσιαίο, αργά διαβρωμένο μνημείο που δεσπόζει πάνω από μια έρημο.


Οι ισόβιες προσπάθειες του Νταλί να καταλάβει γιατί τον γάντζωσε ο Άγγελος έγιναν μια σουρεαλιστική οδύσσεια του σεξ και του θανάτου που αποτελεί έναν καλό οδηγό για να απολαύσει κανείς ένα έργο τέχνης. Θα πρέπει όλοι να είμαστε λίγο παρανοϊκά-κριτικοί όταν επισκεπτόμαστε μια γκαλερί και να αφήνουμε ένα έργο τέχνης να υποδηλώνει όσα πράγματα μας έρχονται στο μυαλό.

Γιατί μας αιχμαλωτίζει η τέχνη; Μερικές φορές ένας συγκεκριμένος πίνακας φαίνεται να λέει περισσότερα από όσα μπορείς να εκφράσεις και μένει μέσα σου. Αυτό είναι το μυστήριο της τέχνης και το μυστήριο του Angelus- σε καλεί σαν καμπάνα στο λυκόφως.

*Πηγή: The Guardian