Ευρωπαϊκό δικαστήριο αποφάσισε ότι η Ιταλία έχει κάθε δικαίωμα να διεκδικήσει ένα ελληνικό άγαλμα ηλικίας 2.000 ετών από το Μουσείο Γκέτι στην Καλιφόρνια.

Το φυσικό μέγεθος του Νικηφόρου Νέου ή του Αθλητή από το Φάνο (δήμος στο Πέζαρο), ενός Ολυμπιονίκη που ανακαλύφθηκε το 1964, βρισκόταν στο επίκεντρο μιας πολυετούς διαμάχης, αφού η Ιταλία ισχυρίστηκε ότι είχε αγοραστεί παράνομα από το αμερικανικό τραστ.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων απέρριψε, την Πέμπτη, την έφεση του καταπιστεύματος κατά της απόφασης κατάσχεσης που εξέδωσε το ανώτατο δικαστήριο της Ιταλίας το 2018 – μία απόφαση που ανοίγει το δρόμο για πολλές αρχαιότητες, οι οποίες εκτίθενται σε διάφορα μουσεία ή ανήκουν σε ιδιωτικές συλλογές και ο τρόπος με τον οποίο αποκτήθηκαν δεν ήταν νόμιμος.

Στην απόφασή του, το δικαστήριο που εδρεύει στο Στρασβούργο διαπίστωσε ότι οι ιταλικές αρχές «ενήργησαν με σκοπό την ανάκτηση ενός παράνομα εξαχθέντος κομματιού πολιτιστικής κληρονομιάς» από το μουσείο Getty Villa στο Μαλιμπού και ότι η απόφαση κατάσχεσης ελήφθη για τη διασφάλιση της επιστροφής του.

Επειδή όμως πρόκειται για απόφαση τμήματος, και οι δύο πλευρές έχουν πλέον τρεις μήνες προθεσμία για να ζητήσουν την παραπομπή της υπόθεσης στο μεγάλο τμήμα του δικαστηρίου για την έκδοση οριστικής απόφασης.

Πώς κατέληξε στην Καλιφόρνια;

Το άγαλμα ανακαλύφθηκε από ψαράδες στα ανοικτά του Πέζαρο, στις ακτές της Αδριατικής της Ιταλίας, το 1964 και πωλήθηκε αρκετές φορές προτού τελικά αγοραστεί από το Getty Trust το 1977.

Αγοράστηκε κάποια στιγτομή στο Μόναχο από έναν Γερμανό έμπορο έργων τέχνης, τον Herman Heinz Herzer, έναντι σχεδόν 4 εκατομμυρίων δολαρίων, μέσω σύμβασης που συνήφθη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Έφτασε στις ΗΠΑ μέσω του λιμανιού της Βοστώνης και εκτίθεται στο μουσείο του Μαλιμπού από το 1978.

Η Ιταλία υποστήριζε πάντοτε ότι το άγαλμα βγήκε λαθραία από τη χώρα και αποκτήθηκε παράνομα, διατυπώνοντας το πρώτο επίσημο αίτημα για την επιστροφή του από τις ΗΠΑ το 1989.

Ένα κατώτερο δικαστήριο στο Πέζαρο ήταν το πρώτο που εξέδωσε εντολή κατάσχεσης το 2010, όταν η Ιταλία αύξησε τις προσπάθειές της για την ανάκτηση κειμηλίων που λεηλατήθηκαν από τη χώρα και μεταφέρθηκαν λαθραία στο εξωτερικό.

Το αμερικανικό μουσείο πάντα υπερασπιζόταν το «νόμιμο δικαίωμά» του στο άγαλμα, το οποίο ορισμένοι μελετητές πιστεύουν ότι φιλοτεχνήθηκε από τον Έλληνα γλύπτη Λύσιππο ή έναν από τους μαθητές του μεταξύ του 300 π.Χ. και του 100 π.Χ., υποστηρίζοντας ότι βρέθηκε σε διεθνή ύδατα και επομένως δεν αποτελούσε ποτέ μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ιταλίας.

Για την υπεράσπισή του, το Γκέτι επικαλείται απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου της Ιταλίας το 1968, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν υπήρχαν αποδείξεις ότι το άγαλμα ανήκε στην Ιταλία.

Δημοσιεύοντας μια φωτογραφία του χάλκινου αγάλματος στο Χ, ο υπουργός Πολιτισμού της Ιταλίας, Τζενάρο Σαντζουλιάνο, έγραψε: «Χαρούμενος για την απόφαση του δικαστηρίου του Στρασβούργου που αναγνωρίζει τα κίνητρά μας σχετικά με τον Αθλητή από το Φάνο».