«Μια συνέντευξη είναι μια πράξη αυτοθυσίας. Αισθάνεσαι κάθε φορά ότι είσαι λιγότερος. Ότι σου κλέβουν κάτι. Δίνοντας συνέντευξη είναι σαν να χάνω ένα μεγάλο μέρος της ελευθερίας μου, για τον απλό λόγο ότι είμαι υποχρεωμένος να μοιραστώ με τους αγνώστους που θα με διαβάσουν ένα κομμάτι της ζωής μου. Το χειρότερο είναι ότι αυτό το κομμάτι θα πάει και σε ανθρώπους μοχθηρούς και μικρόψυχους, τσιγκούνηδες στα αισθήματα, ή σε ανθρώπους που ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλω να βλέπω. Όμως, είμαι πιασμένος στο δίχτυ ενός συστήματος. Γιατί μέσα σ’ αυτό το δίχτυ εργάζομαι και επιζώ. Κερδίζω και πέντε δεκάρες. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο έξω από το δίχτυ. Αυτή τη δουλειά έμαθα, αυτήν κάνω».

[…]


«ΤΑ ΝΕΑ», 9.12.1997, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

«Δεν παθαίνω διχασμό προσωπικότητος ως στιχουργός και ποιητής. Απλώς αλλάζω τα σκηνικά. Κατεβάζω ένα ριντό που λέει π.χ. εδώ στίχοι. Είναι και θέμα ψυχικής διάθεσης. Υπάρχουν και κάποιες διαδικασίες που δεν τις ελέγχει κανείς. Πάντως, δεν νιώθω λιγότερος όταν γράφω τραγούδια. Τα τραγούδια μπορεί μάλιστα να μου βγαίνουν πιο δύσκολα, γιατί η ομοιοκαταληξία που επιζητώ είναι διάολος…»

[…]

«Υπάρχουν δυσώδεις παρουσίες και στον πνευματικό κόσμο. Δεν γίνεται αλλιώς. Η πλάκα είναι όταν αυτοί οι άνθρωποι κάνουν παρέα και ο ένας συμμετέχει ενεργά στις δραστηριότητες του άλλου. Γίνεται ένα μπουκέτο από φίδια. Φυσικά, έχουν τρανταχτές σχέσεις και γνωριμίες, τρώνε μαζί, βγαίνουν μαζί, και μόλις χωρίσουν, τρία λεπτά μετά, αρχίζει ο ένας το θάψιμο του άλλου. Και βέβαια σε μισούν γιατί έχεις ταλέντο. Γιατί θέλεις ν’ αγιάσεις και έχεις απεξαρτηθεί από τις συναλλαγές. Γιατί δεν είσαι όμοιός τους, γιατί δεν κάνεις κι εσύ το κακό. Γιατί εν πάση περιπτώσει εσύ συνομιλείς με τους αγγέλους.

»Με τρόμο σκέφτομαι τον παραγκωνισμό, το κυνηγητό και την καταδρομή ενάντια σ’ ανθρώπους που κάποια στιγμή το έργο τους έλαμψε σαν υπέρλαμπρο άστρο. Π.χ. ο Καρυωτάκης κυνηγήθηκε, ο Σαραντάρης αγνοήθηκε και αγνοείται, ο Καβάφης και ο Εγγονόπουλος λοιδορήθηκαν, ο Γονατάς (σ.σ. ο λογοτέχνης και μεταφραστής Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς, 1924-2006) ζει λάθρα, δυο-τρεις τον έχουν πάρει είδηση. Και αν ο Αναγνωστάκης δεν ήταν αριστερός, έχετε την εντύπωση ότι θα είχε την αναγνώριση που ευτυχώς έχει;»

[…]

«Αλίμονο αν βάζαμε στα ποιήματα ό,τι αγαπάμε. Θα είχαμε τρελαθεί. Αντίθετα, κρυβόμαστε στα ποιήματα».

*Αποσπάσματα από συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Μάνος Ελευθερίου στη δημοσιογράφο – βιβλιοκριτικό Μικέλα Χαρτουλάρη και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» την Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 1997.


Ο Μάνος Ελευθερίου γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 12 Μαρτίου 1938.

Εξέδωσε μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, τόμους με πεζά, λευκώματα, τέσσερις τόμους για «Το Θέατρο στην Ερμούπολη τον εικοστό αιώνα», καθώς και την ανθολογία «Ερμούπολη: Μια πόλη στη λογοτεχνία».


Καρπός της ενασχόλησης του Ελευθερίου με το τραγούδι ως στιχουργού και της συνεργασίας του με τους σημαντικότερους έλληνες συνθέτες είναι οι στίχοι περίπου 400 τραγουδιών.

Ο Ελευθερίου τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2005 για το συγγραφικό έργο του «Ο καιρός των χρυσανθέμων».


Επίσης, το 2013 τιμήθηκε με το Βραβείο Ποιήσεως του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.

Ο Μάνος Ελευθερίου απεβίωσε στις 22 Ιουλίου 2018, σε ηλικία 80 ετών.

Η κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου ανήκει στον Τάσο Βρεττό και προέρχεται από το προαναφερθέν δημοσίευμα των «Νέων».