Στις 3 Ιανουαρίου 1951 απεβίωσε στην Κηφισιά ο λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Γεώργιος Δροσίνης, ο ποιητής της «Ανθισμένης αμυγδαλιάς».


Γεννημένος στην καρδιά της Αθήνας (συνοικία της Πλάκας) στις 9 Δεκεμβρίου 1859, ο μεσολογγίτικης καταγωγής Δροσίνης δημιούργησε στα ενενήντα και πλέον χρόνια της ζωής του ένα πολύπλευρο έργο, συνυφασμένο με την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας την ίδια εποχή.


Ο Δροσίνης αφιερώθηκε στη λογοτεχνία και στην παιδεία προβάλλοντας τις απλές χαρές της καθημερινής ζωής, τα ήρεμα αισθήματα και όχι τα ρομαντικά πάθη, και μάλιστα χωρίς μεγαλοστομίες και ρητορισμούς, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα που ήταν κατανοητή στον πολύν κόσμο.

Τα ποιήματά του δεκατέσσερις ποιητικές συλλογές εξέδωσε ο Δροσίνης διακρίνονται για τις πλούσιες εικόνες τους, την άρτια έκφρασή τους, αλλά και το χαμηλό τόνο τους.

Στο συγγραφικό έργο του Δροσίνη περιλαμβάνονται, επίσης, πολλά πεζογραφήματα (μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, παιδικά παραμύθια κ.ά.).


Ο Δροσίνης υπήρξε γραμματέας του Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Bιβλίων (ΣΩΒ) από ιδρύσεώς του (το 1899) και τακτικό μέλος (καθώς και πρώτος Γραμματεύς επί των Δημοσιευμάτων) της Ακαδημίας Αθηνών επίσης από ιδρύσεώς της (το 1926).

Όπως έχει επισημάνει η Έρη Σταυροπούλου, ομότιμη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ, «H παρουσία του Δροσίνη στην πνευματική ζωή του τόπου δεν μπορεί να μετρηθεί εύκολα, όπως δεν μπορεί να αποτιμηθεί σωστά η λογοτεχνική του προσφορά. Στην εποχή του η ποιητική δύναμη του Παλαμά, η επιβλητική παρουσία του στο χώρο της λογοτεχνίας αλλά και της κριτικής, καθώς και η συμβολή του στο γλωσσικό αγώνα, κράτησε όλους τους άλλους σύγχρονους λογοτέχνες στη βαριά σκιά του.


Όμως, τη θέση του Δροσίνη στον καιρό του, και κατ’ επέκταση μέσα στην εξελικτική σειρά των ποιητών που φθάνει ως τις μέρες μας, μπορούμε να την αντιληφθούμε στην επιγραμματική αλλά καίρια κριτική του Kώστα Στεργιόπουλου: Aν απ’ τη γενιά τούτη του ογδόντα (σ.σ. του 1880), και ειδικότερα απ’ τους ποιητές της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, έλειπε ο Παλαμάς, την πρώτη θέση θα είχε ο Δροσίνης».


Στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την επαύριον του θανάτου του Δροσίνη, την Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 1951, αναφέρονταν μεταξύ πολλών άλλων τα εξής:

Με το χαμόγελο στα χείλη, το χαρούμενο χαμόγελο του τραγουδιστή που δεν φοβάται ούτε την χαρά μήτε την λύπη ούτε την ζωή μήτε τον θάνατο, ο Γεώργιος Δροσίνης, ο «Γιωργάκης» της συντροφιάς του Πολέμη και του Παλαμά, ξεκίνησε για το ταξίδι το δίχως γυρισμό. Η ράχη του η καμπουριασμένη από το διάβα του χρόνου ωρθώθηκε και πάλι σε νεανικό παράστημα και το βήμα του το σερνάμενο και το χέρι το τρεμουλιαστό και το μέτωπο το ρυτιδωμένο και οι λίγες τούφες τα άσπρα μαλλιά χαθήκανε και αλλάξανε και σβύσανε εκεί ψηλά πάνω από τα σύννεφα στα θεία επουράνια και ο αγαπημένος νεκρός ξανάγινε το παλληκάρι του ’70 και του ’80, τότε που σεργιάνιζε στις Ευρώπες νεαρός φοιτητής καίγοντας τις τρυφερές τευτονικές καρδιές με την ζεστή μεσογειακή του ματιά.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 4.1.1951, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Γιατί ο Δροσίνης υπήρξε πάντοτε τυχερός στην ζωή του. Αγάπησε και αγαπήθηκε και γιόμισε το έργο του το δημιουργικό με εικόνες από τις αναμνήσεις του και όχι από τον κόσμο της φαντασίας του. Αυτό ήτανε το μεγάλο κατόρθωμα του Μεσολογγίτη ποιητή, που αν και μικρότερος σε δημιουργική έκτασι από τον συμπολίτη του Παλαμά, δόνησε όμως με μεγαλύτερη δύναμι από Εκείνον τον Μεγάλο την λαϊκή ψυχή.

[…]


Ο Γεώργιος Δροσίνης υπήρξε ποιητής αυθόρμητος, χαρούμενος, ρωμαντικός, γελαστός μπροστά στην ανθρώπινη κακία, ανάλαφρος μπροστά στο βάρος της καθημερινής σκοτούρας. Ίσως να του έλειπε αυτό που ονομάζουνε οι σοφοί «εγκεφαλικότητα», ίσως πάλι να τεμπέλιαζε ελαφρά στο δούλεμα της ρίμας αφήνοντας τον μουσικό χείμαρρο της ψυχής του να πλημμυρίζη το είναι του δίχως ανάγκη, δίχως απαίτησι να διορθωθή και να λαξευθή. Τα νοήματά του απλά, σχεδόν κοινότοπα θα έλεγε κανείς. Τι λυρισμός όμως μέσα στην κοινοτοπία της ποιητικής δημιουργίας του! Ένας λυρισμός διάχυτος που σε σαγηνεύει και σε εμπνέει και φέρνει συχνά δάκρυα στα μάτια ή τον παράδεισο της γαλήνης μέσα στην ψυχή. Ο Δροσίνης, όπως και ο σύγχρονός του Πολέμης, φίλος του από τους πιο στενούς, γράφανε στίχους που σαν τους διάβαζες, οποιοσδήποτε και νάσουν, θάλεγες: «Μα τέτοιες ρίμες γράφω και εγώ…» Η απλότητα και η εύκολη φράσις, ο συνειρμός λέξεων που δεν τις κατασκευάζεις με εγκεφαλική διάθεσι, αλλά τις ανακαλύπτεις στην καθημερινή σου κουβέντα, δημιουργεί την ψευδαίσθησι της ευκολίας στην δημιουργία. Η αυθόρμητη έμπνευσις που δεν έχει σμιλευθή σε περίκομψο τεχνούργημα από το χέρι λεπτομερειακού τεχνίτη, η έμπνευσις που απομένει έμπνευσις και δεν γίνεται κόσμημα χιλιοδεμένο με πολύτιμα λεκτικά πετράδια, δεν προκαλεί συχνά την εκτίμησι του αναγνώστου, που θέλει να παιδευτή και να σπουδάση την ποίησι σαν να πρόκειται για κανένα φιλοσοφικό δοκίμιο ή εγχειρίδιο λογικής. Έτσι και η ποίηση του Δροσίνη, του Πολέμη και των άλλων βάρδων της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.


Η Γενιά του 1880

«Τέτοιες ρίμες μπορεί να γράψη ο καθένας» σκέπτεσαι, και έχεις μια και τρεις και δέκα και εκατό φορές άδικο. Γιατί τέτοιες ρίμες δεν μπορεί να γράψη κανένας, παρεκτός αν είναι γεννημένος ποιητής και είναι ο Δροσίνης ή ο Πολέμης ή ο «Δημιουργός» με κεφαλαία τα τυπογραφικά στοιχεία. Τέτοιος ήτανε ο Γεώργιος Δροσίνης από τα πρώτα του βήματα στην ζωή μέχρι την υστερνή πνοή του. Ποιητής και λογοτέχνης, λογοτέχνης και ποιητής. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγώτερο. […]