Ρωμιός ως τα μύχιά του, λοιπόν, ο Κάρολος Κουν. Έτσι τον είχε χαρακτηρίσει, σε ένα υπέροχο κατευόδιο από τις στήλες του «Βήματος», το Φλεβάρη του ’87, η αξεπέραστη γραφίδα του Μάριου Πλωρίτη.

Και όντως τέτοιος ήταν —όπως τον περιγράφει ο Πλωρίτης— ο μέγας θεατράνθρωπος: ένας πνευματικός άνθρωπος που παλλόταν και τρεφόταν από τη λαϊκή ψυχή, κοινωνός των καημών της φυλής μας, χωρίς όμως να βαραίνουν την ψυχή και το μυαλό του τα ολέθρια συμπλέγματα του ραγιαδισμού.

Τούτο καταδεικνύει το έργο του Κουν, τούτο φανερώνουν τα ίδια τα μάτια του. Ναι, τα μάτια του, η γεμάτη γλυκύτητα κι ανθρωπιά ματιά του!

Γι’ αυτά ακριβώς τα μάτια, τα μάτια του Ρωμιού, έγραφε κάποτε («Το Βήμα», 25/5/1952) ο πρύτανης του χρονογραφήματος, ο Παύλος Παλαιολόγος:

Ένα χάρισμα έχουμε — τα μάτια. Το γνώρισμα της ράτσας, η σφραγίδα του έθνους. Η ομορφιά, η χάρη, η ζωντάνια, η φλόγα, η εξυπνάδα. Άθυμοι σερνόμαστε εμείς. Ολοζώντανα όμως τα μάτια κινούνται, παίζουν, αγρυπνούν, μπερμπαντεύουν. Είναι η ψυχή μας. Το απόσταγμα τού είναι μας. Ρωμιός θα πη μάτι. Αυτό μας δένει κι’ αυτό μας χωρίζει. «Μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται». Σοφή διαπίστωση. Δε μιλεί η λαϊκή σοφία για την ακοή, για τη σκέψη, για την ψυχή, που ενώνει τους άλλους ανθρώπους. Στα μάτια βλέπει το συνδετικό κρίκο.

[…]

Τι άλλο από δυο σελίδες ιστορίας είναι τα μάτια των Ελλήνων; Μέσα σ’ αυτά θα δήτε την πονηρία του Οδυσσέα, τη σπιρτάδα της ράτσας, τις περιπέτειες ενός ανήσυχου έθνους. Στο ελληνικό μάτι έχει ενσταλαχθή το απόσταγμα της ακμής, της παρακμής, της πίστεως, της δυσπιστίας, του ενθουσιασμού, της απογοητεύσεως.