[…] Με τη μικρή αυτή ανάλυση καταλαβαίνομε, νομίζω, καλύτερα τι είναι στην υπόσταση του ανθρώπου το πρόσωπο και τι το προσωπείο. Όπου η φανέρωση (έκφραση, λόγος, ζωή) αναβλύζει από τον μέσα μας κόσμο με αλήθεια και γνησιότητα, αυθόρμητα και ειλικρινά, με ακρίβεια και συνέπεια, εκεί είμαστε και για τους άλλους αυτό που είμαστε για τον εαυτό μας, καθαροί και ακέραιοι· επομένως αυτό που δείχνομε προς τα έξω είναι το πρόσωπό μας. Όπου όμως καμιά αντιστοιχία δεν υπάρχει μεταξύ της εξωτερικής μας επιφάνειας και του εσωτερικού μας είναι, αλλά η φανέρωσή μας είναι μια κατασκευή που έγινε για να κρύψη στους άλλους ό,τι είμαστε για τον εαυτό μας ή για να σκεπάση το μέσα μας κενό, εκεί αυτό που δείχνομε δεν είναι το πρόσωπο αλλά το προσωπείο μας. Κατά βάθος συμβατικός, ψεύτικος και νόθος είναι ο άνθρωπος που πάσχει από ψυχική πενία, από έλλειψη δημιουργικότητας, από δειλία ή οκνηρία, από αδυναμία (με μια λέξη) να προχωρήση έως τις πηγές της αληθινής ζωής και εκεί μέσα να καθαρίση και ν’ ανανεώση τον εαυτό του. Ο Νίτσε διατύπωσε επιγραμματικά αυτή τη μεγάλη αλήθεια. «Όσο μεγαλύτερη», γράφει, «είναι η ουσία της πραγματικότητας και η δημιουργική δύναμη του ανθρώπου, τόσο περισσότερο αναπηδάει από τα μέσα προς τα έξω η φυσιογνωμία του· όταν είναι μικρή η δημιουργική δύναμη, η προσωπικότητα διαπλάσσεται από τα έξω προς τα μέσα και διαμορφώνεται υπό την επίδραση της παράδοσης, του ειδώλου του παρελθόντος, της κοινωνίας και της κοινής γνώμης».

Ο άνθρωπος είναι απ’ όλα τα ζώα το εφευρετικώτερο και το ικανώτερο να ψευτίζη και τα πράγματα γύρω του και τον ίδιο τον εαυτό του. Για τούτο η αλήθεια έγινε ανέκαθεν ο μεγάλος καημός, το ιδανικό και η αρετή του. Από τα πρώτα βήματα της ζωής το ψεύδος μάς πολιορκεί και προσπαθεί να μας υποτάξη. Αδύνατοι καθώς είμαστε στην αρχή, πριν γνωρίσωμε το αληθινό μας πρόσωπο, κατασκευάζομε σιγά-σιγά το προσωπείο μας – για να αμυνόμαστε με τις περισσότερες ελπίδες και να κάνωμε τις επιθέσεις μας με τις λιγώτερες απώλειες. Όσο δυναμώνομε και πλουτίζομε τον εσωτερικό μας κόσμο, όσο γινόμαστε στερεώτεροι, τόσο η «ηθοποιία» μάς στενοχωρεί και μας ντροπιάζει και αναζητούμε στην αλήθεια την ελευθερία μας, το φανέρωμα και την πραγμάτωση του γνήσιου εαυτού μας. Η αναζήτηση αυτή είναι ένας θανάσιμος, τραχύς και επικίνδυνος αγώνας, όπου ελάχιστοι νικούν και σώζονται. Οι πλείστοι πεθαίνουν χωρίς ούτε οι άλλοι ούτε οι ίδιοι να γνωρίσουν το αληθινό πρόσωπό τους.

Τα ανωτέρω είναι οι δύο τελευταίες παράγραφοι ενός άρθρου του Ευάγγελου Παπανούτσου, που έφερε τον τίτλο «Η σκλαβιά του ψεύδους» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 6 Ιουλίου 1961.

Στην τελευταία παράγραφο του κειμένου που δημοσιεύσαμε προ ολίγου εις μνήμην του κωνσταντινουπολίτη νεοελληνιστή Μάριο Βίτι αναφέρονταν τα εξής:

Χάρις στα ανεξάντλητα αποθέματα γνώσεων και τις ολοένα αυξανόμενες νέες πνευματικές εμπειρίες, ο Mario Vitti παρέμεινε πεισματικά νέος και ανοικτός στην πρόκληση κάθε καινούργιας ανακάλυψης. Διαθέτοντας παιδική περιέργεια και μια φυσική ροπή προς τη διαρκή μάθηση, κατέκτησε την απλότητα της πραγματικής σοφίας. Εκείνης που ως διάχυτη αίσθηση προκύπτει απέναντι στην παρουσία ενός σημαντικού φυσικού προσώπου και όχι ενός φτιασιδωμένου προσωπείου.

Ο Βίτι, κατά τον καθηγητή Μιχάλη Πιερή, ήταν λοιπόν ένας από τους ελάχιστους εκλεκτούς και ικανούς που βγήκαν νικητές στον τιτάνιο αγώνα που περιγράφει ο Παπανούτσος.

Ένας από τους ελάχιστους που σώθηκαν, καθώς κατάφερε να είναι και για τους άλλους αυτό που ήταν για τον εαυτό του.

Αυτό που έδειχνε προς τα έξω ήταν το πρόσωπό του, το εσωτερικό του είναι, η φυσιογνωμία του, και όχι το προσωπείο του, το γέννημα του ψεύδους.

Η δημιουργική του δύναμη, ο πλούσιος εσωτερικός κόσμος του, η καθαρότητά του και η ακεραιότητά του τον ωθούσαν πάντα προς την αλήθεια, προς την πραγματική σοφία.

Τη σοφία που δεν εκπηγάζει από ένα έστω και άριστα φτιασιδωμένο προσωπείο, αλλά μόνο από το αληθινό μας πρόσωπο, από τον γνήσιο εαυτό μας.