Η Gillian Genser μέρα με τη μέρα ένιωθε όλο και χειρότερα. Ξυπνούσε σχεδόν ανίκανη να κινηθεί, είχε δυσκολίες στην ομιλία ενώ έχασε και την ακοή της από το ένα αυτί.

Το ανησυχητικό είναι πως οι γιατροί δεν μπορούσαν να δώσουν εξήγηση στα συμπτώματα της γλύπτριας από το Τορόντο. Στη συνέχεια, ένα εξειδικευμένο τεστ αίματος, έδειξε δηλητηρίαση από βαρέα μέταλλα και η Genser συνειδητοποίησε ότι η τέχνη της και συγκεκριμένα το γλυπτό που φιλοτεχνούσε, τη σκότωνε αργά και σταθερά.

Η ίδια μιλώντας στη Washington Post δήλωσε σοκαρισμένη από τα ευρήματα καθώς είχε μόλις διαπιστώσει πως το έργο πάνω στο οποίο δούλευε επί 15 χρόνια την είχε δηλητηριάσει.

Η γλύπτρια χρησιμοποιούσε όστρακα και κελύφη από μύδια για να δημιουργήσει ένα γλυπτό του Αδάμ. Δεν μπορούσε να φανταστεί πως τα όστρακα μπορούν να συσσωρεύσουν τοξίνες, όπως μόλυβδος και το αρσενικό, καθώς τρέφονταν σε μολυσμένα νερά. Έτσι όταν η Genser εισέπνεε τη σκόνη του κελύφους ή άγγιζε τα υπολείμματα, ορισμένα από αυτά τα μέταλλα περνούσαν στο σώμα της.

«Το έργο ήταν μια περιβαλλοντική δήλωση για το οικοσύστημα» ανέφερε η ίδια.

Η Genser περνούσε έως και 12 ώρες την ημέρα δουλεύοντας το γλυπτό και ερχόταν καθημερινά σε επαφή με τη σκόνη από τα όστρακα. Ενώ αεριζόταν το στούντιό της, δεν έκανε καμία ιδιαίτερη προσπάθεια για να αποφύγει τα υποπροϊόντα του κελύφους, υποθέτοντας ότι ήταν ακίνδυνα. Τα συμπτώματα άρχισαν αμέσως μόλις άρχισε να ασχολείται με το έργο.

Μετά τα όσα έμαθε, έπαψε να εργάζεται, ωστόσο έως και σήμερα εξακολουθεί να υποφέρει και φυσικά ο «δηλητηριώδης Αδάμ» δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.