Οι δυνάμεις της Αριστεράς στη χώρα μας, επί ολόκληρες δεκαετίες, αυτοπροσδιορίζονται και αυτοπροβάλλονται ως φορείς προοδευτικών ιδεών και αντιλήψεων.

Με εντυπωσιακή ομολογουμένως σταθερότητα και συνέπεια στο διάβα των χρόνων, τοις των προγόνων ρήμασι πειθόμενοι, οι άνθρωποι που εγκολπώνονται τις αρχές της Αριστεράς, στη συντριπτική πλειονότητά τους, διαλαλούν urbi et orbi την προοδευτικότητά τους, διεκδικώντας μάλιστα το μονοπώλιο της προόδου στη χώρα και εγκαλώντας μονίμως το αντίπαλο στρατόπεδο για αντιδραστικότητα και οπισθοδρομικότητα.

Οι θέσεις αυτές είναι βεβαίως καθ’ όλα σεβαστές και θεμιτές, αλλά όχι απαραιτήτως και πειστικές, τουλάχιστον για όσους πολίτες δεν είναι δέσμιοι τού χθες και δε φορούν ιδεολογικές παρωπίδες.

Και τούτο, διότι η πραγματική και όχι μόνο κατ’ όνομα προοδευτική πολιτική προϋποθέτει κάτι που σπανιότατα βλέπουμε στους κόλπους της εν Ελλάδι Αριστεράς: την ανυπόκριτη παραδοχή των όποιων σφαλμάτων και την ειλικρινή προσπάθεια υπέρβασης των διαχωριστικών γραμμών του παρελθόντος.

Εάν η Αριστερά, στις διάφορες εκφάνσεις της, επιθυμεί όντως να δράσει σαν καταλύτης για αλλαγές και μεταρρυθμίσεις προς το συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας, τότε οφείλει να εγκαταλείψει επιτέλους τα ιδεολογικά χαρακώματά της, τα ταμπούρια του δογματισμού και της απόλυτης βεβαιότητας για την ορθότητα των θέσεών της.

Οφείλει να εκτεθεί, να ζυγιστεί και να μετρηθεί στο αναπεπταμένο πεδίο των σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων, αναζητώντας ρεαλιστικές λύσεις και καταθέτοντας συγκεκριμένες προτάσεις, και όχι θέσφατα και τσιτάτα.

Οφείλει να αποστασιοποιηθεί επιτέλους από πρόσωπα που με τη δράση τους, είτε στο απώτερο είτε στο πρόσφατο παρελθόν, δίχασαν και πλήγωσαν βαθιά την ελληνική κοινωνία.

Ας μην ξεχνά, εξάλλου, ότι η αποκαλούμενη συντηρητική παράταξη, με τα δικά της κι εκείνη ιδεολογικά βαρίδια και τις δικές της οπισθέλκουσες, κατάφερε να κάνει κάποια –δειλά έστω– βήματα προς την εν λόγω κατεύθυνση κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης.