Υπάρχουν δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος των οικονομικών επιπτώσεων που δέχεται η χώρα μας από την παγκόσμια οικονομική καταιγίδα. Βεβαίως, η μία αλληλοεπιδρά με την άλλη σαν δύο συγκοινωνούντα δοχεία και εν τέλει αλληλοκαθορίζονται.

Η μία πλευρά είναι το βαρύ οικονομικό φορτίο που βιώνουν τα ελληνικά νοικοκυριά από τα lockdown: απώλειες θέσεων εργασίας, στρατιές εργαζομένων που τίθενται σε καθεστώς αναστολής, λουκέτο σε επιχειρήσεις, ανασφάλεια για το σήμερα και το αύριο. Το μεγάλο οικονομικό κόστος βαθαίνει και διευρύνει τις ανισότητες, δημιουργεί συνθήκες φτωχοποίησης για τους οικονομικά αδύναμους και μετατρέπεται σε μια επικίνδυνη κοινωνική απειλή. Αποτυπώνεται αυτό στην πρωτόγνωρη ύφεση που θα αγγίξει το 10% φέτος, στο ποσοστό ανεργίας που αυξάνεται, στη μείωση του γενικού επιπέδου των μισθών.

Η άλλη όψη του νομίσματος απεικονίζεται στη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Και εδώ, οι πληγές που έχει ανοίξει η πανδημία είναι βαθιές και μεγάλες. Τα δημόσια έσοδα έχουν καταποντιστεί και οι δαπάνες έχουν εκτιναχθεί ως αποτέλεσμα της ύφεσης και των αναγκαίων μέτρων για τη στήριξη των πληττομένων. Κρατικά ελλείμματα και δημόσιο χρέος εκτινάσσονται, ξανά, στα ύψη, θυμίζοντας άλλες εποχές, τις οποίες πλήρωσε πανάκριβα η χώρα μας, όταν ήρθε ο επώδυνος λογαριασμός των Μνημονίων.

Παρότι, όμως, το άμεσο κόστος που προκαλεί η πανδημία στα νοικοκυριά και στην οικονομία είναι πολύ υψηλότερο και από αυτό των Μνημονίων, σήμερα δεν είναι ίδια η κατάσταση και οι προοπτικές της χώρας, αν συγκριθούν με αυτές του 2010, όταν ξεκίνησε η οδύσσεια της χρεοκοπίας. Τα ελλείμματα έχουν ξεφύγει, αλλά λόγω της «ρήτρας διαφυγής» από τους αυστηρούς περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας που ισχύει για όλες τις χώρες της ευρωζώνης εκτιμάται ότι μπορούν να συμμαζευτούν σε έναν ορίζοντα διετίας, αν επιβεβαιωθούν οι ελπίδες για την παραγωγή και διάθεση του εμβολίου σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.

Και όσον αφορά το χρέος, παρότι εκτινάχθηκε σε επίπεδα πάνω από 200% του ΑΕΠ, δεν είναι αυτό που θεωρούν ως κυρίαρχο δείκτη σήμερα οι αγορές στην αξιολόγησή τους για την κατάσταση και τις προοπτικές των οικονομιών. Αυτό δείχνει η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας την προηγούμενη εβδομάδα από τη Moody’s, όπως και τα μηδενικά επιτόκια των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Αυτό θα πιστοποιεί και η νέα έκθεση που αναμένεται να δημοσιευτεί από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Θα χαρακτηρίζει – σύμφωνα με πληροφορίες – βιώσιμο το ελληνικό χρέος λόγω των θετικών προοπτικών ανάπτυξης της χώρας αλλά και των «ελεγχόμενων» ετήσιων δαπανών εξυπηρέτησής του.

Καλά όλα αυτά, αλλά το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: Πόσο θα αντέξει η κοινωνία μέχρι την έξοδο από το τούνελ; Στο ερώτημα αυτό καλείται να δώσει απαντήσεις η κυβέρνηση. Η οικονομική ενίσχυση προς τους οικονομικά αδύνατους τα Χριστούγεννα που ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός είναι μία απάντηση. Φυσικά και δεν αρκεί. Θα χρειαστούν και άλλες. Εκεί πρέπει να στραφεί πρωτίστως η προσοχή. Για να μην πέσει κανένα νοικοκυριό στα δίχτυα της εξαθλίωσης. Είναι μια μάχη αντίστοιχη με αυτήν που δίνεται στις ΜΕΘ για να μη χάνει κανένας συμπολίτης μας τη μάχη της ζωής από έλλειψη υποστήριξης. Γι’ αυτό, εκεί, θα πρέπει να χαραχθεί μία ακόμη κόκκινη γραμμή.