Oι πανηγυρισμοί θα κοπάσουν, η καθημερινότητα είναι δύσκολη, ο κορωνοϊός σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Οι αναλύσεις θα κρατήσουν λίγο περισσότερο, το θέμα είναι ανεξάντλητο. Και η επαγρύπνηση θα διαρκέσει μέχρι τις 20 Ιανουαρίου, όσο ο Τραμπ είναι ακόμη πρόεδρος δηλαδή και μπορεί να κάνει ζημιά. Παραμένουν δύο ρητορικά ερωτήματα. Αν δεν είχε υπάρξει η πανδημία, θα είχε εκλεγεί ο Μπάιντεν; Αν το Δημοκρατικό Κόμμα είχε επιλέξει άλλον υποψήφιο, θα είχαμε απαλλαγεί από τον Τραμπ;

Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι πιθανότατα αρνητική. Οσο καταστροφική κι αν ήταν στα μάτια μας η τελευταία τετραετία, οι αριθμοί της οικονομίας πριν γίνει το κακό ήταν ευνοϊκοί για τον απερχόμενο πρόεδρο. Ο Τραμπ θα μπορούσε να διαχειριστεί ακόμη και τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας: «Οι Κινέζοι φταίνε, όχι εγώ». Το κολοσσιαίο, σχεδόν ακατανόητο, λάθος του όμως ήταν ότι υποτίμησε τη φονική δύναμη του κορωνοϊού και επένδυσε στην ανοσία της αγέλης. Oι Αμερικανοί πέθαιναν σαν τα μυρμήγκια κι εκείνος επέμενε ότι τα μέτρα προστασίας είναι υπερβολικά και ο ιός θα φύγει μόνος του.

Ο γνωστός γερμανοαμερικανός αναλυτής Γιάσα Μονκ έχει πάντως μια διαφορετική προσέγγιση. Επικαλούμενος δημοσκοπήσεις των τελευταίων μηνών, υποστηρίζει ότι οι περισσότεροι ψηφοφόροι έδειξαν μια απροσδόκητη γενναιοδωρία απέναντι στον Τραμπ ως προς τη διαχείριση της πανδημίας. Αυτό που δεν του συγχώρησαν ήταν η αδιαλλαξία του στο φυλετικό ζήτημα. Η προσπάθειά του να εκμεταλλευθεί τον άγριο φόνο του Τζορτζ Φλόιντ είχε ως αποτέλεσμα να τον εγκαταλείψουν πολλοί από εκείνους που τον είχαν ψηφίσει το 2016.

Ο Μπάιντεν οφείλει λοιπόν τη νίκη του σε έναν κινεζικό ιό και έναν νεαρό μαύρο μάρτυρα; Οχι. Η προσωπικότητά του, το ένστικτό του και οι επιλογές του έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο. Το σύνθημα που είχε υιοθετήσει ήδη από τις αρχές του 2019 για την αποκατάσταση της «αμερικανικής ψυχής» μπορεί να ακούγεται λίγο θρησκευτικό, αλλά αποδείχθηκε πειστικό. Αντίθετα με τους ανθυποψηφίους του στις προκριματικές εκλογές, που είχαν έναν απαισιόδοξο πολιτικό λόγο, εκείνος απέφυγε να εμπλακεί σε πολιτισμικούς πολέμους και στήριξε την εκστρατεία του στο επιχείρημα ότι για να νικήσεις έναν αντίπαλο που επενδύει στα χαμηλά ένστικτα του πληθυσμού είναι αρκετό να είσαι ένας καλός άνθρωπος.

Σοφή ήταν και η απόφασή του να επιλέξει τον Αύγουστο ως υποψήφια για την αντιπροεδρία μια μαύρη, νεότερή του, και εξίσου ρεαλίστρια μ’ εκείνον γερουσιαστή: την Κάμαλα Χάρις. Το ηγετικό δίδυμο που ζητούσε την ψήφο του αμερικανικού λαού ήταν ισορροπημένο, μετριοπαθές, προοδευτικό, και προσανατολισμένο όχι προς μία, αλλά δύο τετραετίες.

Η συνταγή αποδείχθηκε νικηφόρα. Ο,τι και να λέμε για τις παθογένειες της αμερικανικής δημοκρατίας, το βέβαιο είναι ότι ένας αριθμός-ρεκόρ ψηφοφόρων προσήλθε ειρηνικά στις κάλπες και αποφάσισε με μεγάλη πλειοψηφία να δώσει τέλος στην ντροπή και τον φόβο. Ο τραμπισμός ζει – αλλά μόλις δέχθηκε ένα ισχυρό ράπισμα.