Οταν μιλάμε για την αντιμετώπιση μιας πανδημίας, μιλάμε για τη διαχείριση ενός φαινομένου που είναι εξίσου βιολογικό αλλά και κοινωνικό. Αυτό αφορά και τον τρόπο που εξελίσσεται και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται.

Στη φάση που είμαστε, με το εμβόλιο να αργεί και τη μάχη να αφορά τη συγκράτηση της διασποράς και την προστασία των ευπαθών, η κοινωνική διάσταση αποκτά ξεχωριστή σημασία. Χωρίς μια συλλογική και συνειδητή τροποποίηση συμπεριφορών δεν μπορεί να υπάρξει συγκράτηση του ρυθμού διασποράς, ενώ αντίστοιχα τα ζητήματα που αφορούν τη στελέχωση του συστήματος υγείας, την επάρκεια σε νοσοκομειακές κλίνες και κλίνες ΜΕΘ αλλά και την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων από τα περιοριστικά μέτρα έχουν σαφώς κοινωνική και πολιτική διάσταση, αφορώντας τελικά το κοινωνικό μοντέλο που προκρίνουμε.

Γι’ αυτόν τον λόγο και είναι όχι μόνο προβληματική αλλά και υπονομευτική μιας προσπάθειας, που δεν μπορεί παρά να είναι συλλογική, η τάση να αντιμετωπίζεται η κοινωνία ως ο αντίπαλος ή το εμπόδιο στην αντιμετώπιση της πανδημίας.

Η διαρκής επίκληση της ανευθυνότητας των πολιτών (την ώρα που απουσιάζει η ανάληψη ευθύνης για τα αραιά δρομολόγια και τον συνωστισμό στα μέσα μαζικής μεταφοράς ή για τους 25+ μαθητές ανά σχολικό τμήμα και τις μη τηρηθείσες δεσμεύσεις για αύξηση των ΜΕΘ) και η καταφυγή σε αστυνομικές και κατασταλτικές πρακτικές αυτή τη λογική αποπνέουν, ενώ διατρέχουν τον κίνδυνο άδικης στοχοποίησης «αποδιοπομπαίων τράγων» (το είδαμε σε σχέση με τη νεολαία, το βλέπουμε με τις ρατσιστικές αναφορές σε πρόσφυγες και μετανάστες).

Η κοινωνία επέδειξε υποδειγματική συνέπεια σε μέτρα που φάνταζαν εύλογα και συνεκτικά. Δεν ευθύνεται για τις παλινωδίες, τις ανακολουθίες και τα κενά στις πολιτικές διαχείρισης της πανδημίας, την ώρα που πληρώνει το κόστος, οικονομικό αλλά και ψυχικό, των περιοριστικών μέτρων. Θα προσαρμόσει και πάλι τη ζωή της. Και θα το κάνει καλύτερα, εάν υπάρχει σχέδιο και προοπτική και όχι απλώς απειλή τιμωρίας.