Αποτύπωση της στιγμής. Χιλιάδες οικογένειες σε όλη την Ελλάδα κουβεντιάζουν τα προχθεσινά αποτελέσματα, τις βάσεις των Πανελλαδικών, το ποιος πέρασε πού, το εάν πέρασε εκεί που ήθελε, κάπου παραδίπλα ή πουθενά, το τι θα γίνει τώρα, πώς θα πάει το παιδί να φοιτήσει σε άλλη πόλη, εάν θα βγουν τα οικονομικά, πώς θα είναι αυτή η νέα ζωή, τι θα γίνει με τα μαθήματα, αν θα γίνονται διαδικτυακά ή με παρουσία και τόσα άλλα.

Μια αποτύπωση της στιγμής ήταν και το χθες. Που μπορεί να έχει να κάνει με το υπόλοιπο της ζωής τόσων νέων, δεν είναι όμως παρά μόνο μια στιγμή. Η επιτυχία δεν προϋποθέτει την επιθυμητή συνέχεια, η αποτυχία μπορεί να οδηγήσει σ’ έναν άγνωστο, ωραίο δρόμο.

Η αποτύπωση της στιγμής. Σε μια πόλη μιας χώρας, εν μέσω πανδημίας, εν μέσω στρατιωτικών απειλών, εν μέσω μιας εποχής αλλαγών, σ’ έναν πλανήτη που έχει όλο απορίες. Μια στιγμή. Οπου το ενδιαφέρον μας σκορπίζεται σε τόσα: κρούσματα, φρεγάτες, αερομαχίες, μάσκες, σχολεία, δουλειές, όχι δουλειές, καλό σαπούνισμα, καλό φθινόπωρο, όχι και τόσο καλές προβλέψεις, «φοβάμαι», «σιγά, μωρέ», «ανησυχώ», «σσσσς, όλα καλά θα πάνε». Το ξόρκι στην αβάσταχτη αβεβαιότητα για ό,τι θα συμβεί.

Ποια είναι η αποτύπωση της στιγμής; Διαφορετικές αφηγήσεις: στις παρέες, κατά μόνας, στα media, στα κοινωνικά μέσα, στους οικογενειακούς μύθους, σ’ αυτό που αύριο θα είναι Ιστορία αλλά σήμερα είναι κινούμενη άμμος. Λίγο πιο υποψιασμένοι πια, αλλά και εντελώς ανυποψίαστοι. Καραδοκούμε στις παρυφές της ίδιας της ιστορίας μας, μετρώντας αποσπασματικά στιγμές που τις βαφτίζουμε επιτυχίες και αποτυχίες.

Καραδοκούμε δυσδιάκριτοι όπως εκείνες οι μικροσκοπικές μορφές στους πίνακες των φλαμανδών ζωγράφων που κινδυνεύεις να μην τις προσέξεις καν, γιατί το μάτι σου πηγαίνει στο προφανές θέμα, στη μορφή που βρίσκεται στο προσκήνιο, και μόνον όταν κοιτάζεις την εικόνα από πιο κοντά συνειδητοποιείς ότι εκείνη η μικρότερη, μακρινή φιγούρα έχει τελικά το μεγαλύτερο ενδιαφέρον – είναι ενδεχομένως και το πραγματικό θέμα του πίνακα.

Το πιο διάσημο παράδειγμα της οπτικής αυτής ταχυδακτυλουργίας, μας θυμίζει ο Ντάνιελ Μέντελσον, είναι ένας πίνακας με τίτλο «Τοπίο με την πτώση του Ικαρου» του σπουδαίου φλαμανδού ζωγράφου Πιέτερ Μπρίγκελ, που αντλεί το θέμα του από τον μύθο του Δαίδαλου και του Ικαρου που επιχείρησαν να πετάξουν με τεχνητά φτερά, φτιαγμένα από πούπουλα και ενωμένα με κερί. Στην πιο γνωστή εκδοχή του μύθου, που μεταφέρεται σε ένα ποίημα του Οβίδιου, ο Δαίδαλος προειδοποιεί τον γιο του να μην πετάξει πάρα πολύ ψηλά γιατί η ζέστη του ήλιου θα λιώσει το κερί. Αλλά ο άμυαλος γιος, μεθυσμένος από τον ενθουσιασμό του, παρακούει τον πατέρα του, ανεβαίνει πολύ ψηλά, χάνει τα φτερά του και πέφτει στη θάλασσα. Στον καμβά του Μπρίγκελ απεικονίζεται εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου μετά την πτώση του Ικαρου.

Το μεγαλύτερο μέρος του πίνακα καταλαμβάνεται από τη θάλασσα και την ακτή, και κυρίως από τρεις χωρικούς που ασχολούνται με τις δουλειές τους – ένας οργώνει, άλλος προσέχει το κοπάδι του, άλλος ψαρεύει – χωρίς να έχουν αντιληφθεί το παραμικρό.

Το μόνο ίχνος της συμφοράς που έχει μόλις συμβεί είναι μια μικροσκοπική λεπτομέρεια σε μια γωνία, που τελικά αποδεικνύεται πως είναι τα πόδια του Ικαρου που αναδεύουν θλιβερά λίγο πάνω από την επιφάνεια του νερού. Στα χέρια του Μπρίγκελ, η ιστορία του Οβίδιου για τον ισχυρογνώμονα γιο που αρνείται τη σοφία του πατέρα μεταμορφώνεται σε ιστορία με θέμα ένα αναγκαίο είδος ταπεινοφροσύνης – ή, θα λέγαμε, διαφορετικής οπτικής. Γίνεται νουθεσία για το πόσα χάνουμε όταν παραμένουμε προσκολλημένοι στα δικά μας αφηγήματα, για τους κινδύνους που ενέχει το να θεωρούμε ότι το προσκήνιο αποτελεί και την όλη εικόνα.

Δεν είναι η όλη εικόνα. Διότι το μέλλον είναι ανά πάσα στιγμή ανοιχτό. Με την έννοια ότι κάθε στιγμή υπάρχουν άπειρες δυνατότητες για όσα θα συμβούν στο άμεσο μέλλον. Ας κρατήσουμε και την αποτύπωση της στιγμής αλλά και την επίγνωση ότι υπάρχουν ανοιχτές δυνατότητες. Αν μάθαμε κάτι το 2020, ήταν η μη προβλεψιμότητα και η μεταβλητότητα του κόσμου μας. Ας τα χρησιμοποιήσουμε υπέρ μας.