Οι πληροφορίες επιμένουν: Ο έλληνας Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν χάνει την ευκαιρία σε κάθε επικοινωνία του μαζί της να υπενθυμίζει στη γερμανίδα καγκελάριο, Ανγκελα Μέρκελ, πόσο «εντάξει» είναι η Αθήνα στις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει. Και το πιθανότερο είναι ότι κάπου εκεί της υπενθυμίζει και το πόσο «κακόπιστη» είναι η Αγκυρα. Η ιστορία της τριμερούς στο Βερολίνο συνιστά από μόνη της ένα τρανταχτό παράδειγμα, που προφανώς και δεν θα (πρέπει να) πάει χαμένο.

Αλλά, αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, θα πρέπει να παραδεχτούμε το προφανές. Οι ελληνικές προτεραιότητες δεν συμπίπτουν με τις γερμανικές. Τι θέλει το Βερολίνο σε αυτή τη φάση; α) γενικότερη ηρεμία στο εξάμηνο της προεδρίας του στην ΕΕ, χωρίς να χρειασθεί να πάρει το μέρος του ενός ή του άλλου κι αν είναι δυνατόν β) συγκεκριμένη πρόοδο σε ανοικτά μέτωπα και γ) πάνω απ’ όλα στο Προσφυγικό.

Αντικειμενικά μιλώντας και στα τρία η Ελλάδα περνά «ξώφαλτσα» από τα γερμανικά θέλω. Κοινώς, δεν υπάρχει μεγάλη αλληλοκάλυψη. Μας αρέσει, δεν μας αρέσει. Από την άλλη, στο Μέγαρο Μαξίμου αντιλαμβάνονται ότι μια κόντρα με την καγκελάριο, σε αυτήν τη φάση – για την ακρίβεια, σε καμία φάση – δεν θα ωφελούσε σε τίποτα την ελληνική πλευρά. Ειδικά από τη στιγμή που εκκρεμεί το μείζον θέμα του Ταμείου Ανάκαμψης. Και γι’ αυτό κάνουν και τις απαραίτητες υποχωρήσεις ή ελιγμούς ή για να το πούμε πιο απλά την ανάγκη, φιλοτιμία.

Κι αυτό γιατί στην Αθήνα, ο χρόνος μετρά διαφορετικά από τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, αναφορικά με τα 32 δισ. και σίγουρα πολύ πιο γρήγορα αντίστροφα. Χρονικά περιθώρια για μεγάλες περιόδους αναμονής δεν υπάρχουν, παρά το γεγονός ότι το Ταμείο εξαρχής ήταν γνωστό ότι δεν θα λειτουργούσε πριν από τις αρχές του 2021.

Τι κάνει λοιπόν η Αθήνα; Ασκεί πιέσεις στο Βερολίνο, ώστε – αν γίνεται – να εξασφαλίσει μια άτυπη «γέφυρα» του προγράμματος, ύψους 5 δισ., ώστε να αξιοποιηθεί το τέταρτο τρίμηνο του 2020 και να μην πάει χαμένο. Και καλά κάνει. Αλλιώς, είναι απλό, δεν προλαβαίνουμε. Και ποιος πρέπει να δώσει τη συγκατάθεσή του γι’ αυτό; Η Γερμανία. Αλλιώς, η παρτίδα της οικονομίας δύσκολα θα σωθεί, μετά από μια τόσο καταστροφική τουριστική σεζόν.

Ολα τα παραπάνω, δεν είναι καινούργια, ούτε πρωτότυπα. Απλώς, είναι αφιερωμένα σε όλους όσοι φωνάζουν γιατί δεν βάζουμε τις… φωνές στους Γερμανούς. Για διάφορα πράγματα. Υπάρχει λόγος λοιπόν. Για την ακρίβεια, πάντα υπήρχε.