Οταν, στην εφηβεία μας, διαβάζαμε την «Κόλαση των παιδιών», μια συλλογή αφηγημάτων της Λιλίκας Νάκου από την περίοδο της Κατοχής (το 1942 που η «Ελενίτσα» – συμπεριλαμβάνεται στη νεοεκδοθείσα ανθολογία του Θανάση Νιάρχου «…των δακρύων» – δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα της Λωζάνης» έγινε έρανος για τα παιδιά της Ελλάδας) πιστεύαμε, αφελώς, ότι αυτά δεν θα συνέβαιναν ποτέ ξανά στη χώρα μας. Οτι στον «θαυμαστό καινούργιο κόσμο» που μας έταξαν δεν θα υπήρχαν παιδιά που πεθαίνουν από το κρύο ή που ξεψυχούν μπροστά σε ένα πιάτο με «τηγανιτές πατατίτσες».

Πού να ξέραμε οι ανόητοι ότι τη νέα χιλιετία, παιδιά της προσχολικής ηλικίας θα χτυπούσαν το κεφάλι τους στον τοίχο για να αυτοκτονήσουν, θα ξερίζωναν τα μαλλιά τους ή θα αυτοτραυματίζονταν. Οχι κάπου μακριά, σε μια άλλη ήπειρο αλλά στο σπίτι μας, στην αυλή μας.

Στη Μόρια, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επέτρεψε, δια του «κουκουλώματος», να στοιβαχθούν τουλάχιστον τετραπλάσια άτομα απ’ όσα προβλεπόταν να φιλοξενηθούν στον καταυλισμό.

Το χειρότερο όμως είναι ότι, στη συνέχεια, τα παιδιά πρόσφυγες γενικώς (τα ασυνόδευτα ειδικότερα) αντί να αποτελούν μια αφορμή για συναίνεση όλων των κομμάτων με κοινό παρονομαστή τον στοιχειώδη ανθρωπισμό, έγιναν πεδίο αντιπαράθεσης. Και, μάλιστα όχι επί της ουσίας αλλά με αιχμή του δόρατος τα πρόσωπα που επιλέχθηκαν να ηγηθούν της προσπάθειας. Πριν καν προλάβουν να δώσουν δείγμα γραφής.

Στην Ελλάδα ζούμε εσχάτως μια εξωφρενική αντίφαση. Τα δικά μας παιδιά, οι μικροί «αυτοκράτορες» που δεν επιτρέπουμε να ταλαιπωρηθούν, να γρατσουνιστούν, να στριμωχθούν κατ’ ελάχιστον.

Και τα πρσφυγόπουλα, θύματα μιας εργαλειοποίησης για το ποιος τα αγαπάει περισσότερο. Μου θυμίζουν, κατά κάποιον τρόπο, τα παιδιά που γίνονται το σχοινί της διελκυστίνδας μεταξύ χωρισμένων συντρόφων. Σαν να ακούγεται από κάπου ο Σαββόπουλος: «Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά / έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα / και μας κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά / όταν ξυπνούν στις δύο η ώρα».