Άναρχες, ανυπότακτες, έχουν το δικό τους κεφάλι, όπως κι εγώ, άλλωστε. Κάθονται κι αυτές μαζί μου κάτω από έναν ήλιο που ‘ναι σαν τον πρωινό μου καφέ: τόσο ζεστός όσο να χαϊδεύει τα χείλη σαν φιλί. Ήρθαν κι αυτές μαζί μου, αναπόδραστα. Τρίχες, θα μου πεις. Ίσως, αλλά όχι μόνο, θ’ απαντήσω. Είναι φθινόπωρο, βλέπεις, που «διάλεξα» να δραπετεύσω απ’ τη βοή της Αθήνας. Φυγή πρόσω ολοταχώς εντός μου! Βρίσκομαι στ’ όμορφο νησί με το σωστό μέγεθος: όχι απέραντο – γιατί τι θα μπορούσε τη θάλασσα ν’ ανταγωνιστεί; – μα ούτε και μικρό. Μικρός μόνον εγώ σ’ αυτό το καλοκαιρινό τοπίο που μέρες τώρα σταδιακά μα σίγουρα πια φθίνει.

Θα βάλω ρούχα δροσερά τσαλακωμένα, θα βγάλω το σκύλο βόλτα μια και παιδί άλλο δεν έχω, θα περπατήσω στην ακροθαλασσιά, φαντάσου θα βρέξω ακόμα και τα πόδια, τι θάρρος! Ύστερα θ’ αποφύγω να διαβάσω νέα, τα μάτια βλέπουν μόνο φως εδώ, θ’ αρκεστώ να σε αποζητήσω μόλις δυο φορές, θα προσέξω τη διατροφή μου για να μας αρέσω, θα βουτήξω σε μελάνια, θ’ ατενίσω ίσως διαδικτυακά μεγαλεία να δω πώς αναμετριόνται με το της φύσης εγκώμιο…

Εδώ όπου η ομορφιά είναι τιτίβισμα σιωπής, σε διαβεβαιώ φίλε, η ζωή είναι ακόμα ωραία.

Παύλος Βαφειάδης

in.gr