Πριν από μία δεκαετία δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς πως ένα επιβλητικό, σε διαστάσεις και χαρακτηριστικά, coupe θα μπορούσε να εξοπλιστεί με έναν τετρακύλινδρο κινητήρα βενζίνης 1,8 λίτρων.
Αντικρίζοντας, άλλωστε, τη νέα E-Class Coupe των 48.850 ευρώ το τελευταίο πράγμα που περνά από το μυαλό σου είναι η σύνεση, η μετριοπάθεια και η αυτοσυγκράτηση που απαιτεί στις μέρες μας η γενικευμένη προσπάθεια περιορισμού των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Ακόμη και αν το εξωτικό -για τα ελληνικά δεδομένα- προφίλ του αυτοκινήτου περάσει απαρατήρητο, τα 4,7 μέτρα καλοσχεδιασμένου μετάλλου αρκούν ώστε να τραβήξουν την προσοχή σου.
Στο μπροστινό τμήμα οι σχεδιαστικές ομοιότητες με τους υπόλοιπους τύπους αμαξωμάτων που συναντάς στην πολυσύνθετη γκάμα της E-Class είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς.
Αντιθέτως, η απουσία της μεσαίας κολόνας και των πίσω θυρών δεν αφήνουν περιθώρια σύγχυσης, έστω και αν σε πολλούς η παραπάνω σύνθεση θυμίσει την cabrio εκδοχή του αυτοκινήτου.
Στο εσωτερικό, τα σημεία που η E-Class συναντά τις προδιαγραφές των υπολοίπων προτάσεων της Mercedes-Benz είναι σαφώς περισσότερα, καθώς τα αυστηρά γεωμετρικά σχήματα του ταμπλό, τα γνώριμα χειριστήρια της κεντρικής κονσόλας και η κορυφαία ποιότητα κατασκευής δεν αποτελούν αποκλειστικό προνόμιο του γερμανικού coupe.
Στην πραγματικότητα θα ήταν άσκοπο να μιλήσεις για πολυτέλεια, ασφάλεια ή άνεση, έχοντας να κάνεις με έναν κατασκευαστή που δεν συνηθίζει να συμβιβάζεται με τη μετριότητα.
Το «ATTENTION ASSIST», το σύστημα που «διαβάζει» περισσότερες από 70 παραμέτρους ώστε να διαγνώσει εγκαίρως σημάδια κούρασης στη συμπεριφορά του οδηγού και ανήκει στον βασικό εξοπλισμό του αυτοκινήτου, το αποδεικνύει.
Από την στιγμή μάλιστα που οι εξωτερικές διαστάσεις του αμαξώματος προσεγγίζουν πλέον τα επίπεδα μιας εξίσου επιβλητικής μπερλίνας, τότε στην άνεση των επιβατών δεν συμβάλλει μόνο η αδιαπραγμάτευτη εξοπλιστική πληρότητα αλλά και η ευρυχωρία του αποκλειστικά τετραθέσιου εσωτερικού.
Υπό αυτές τις συνθήκες και με δεδομένο το γεγονός ότι οι επιλογές που έχουν πραγματοποιηθεί κάτω από τις μεταλλικές επιφάνειες της E-Class Coupe δεν διαφοροποιούνται -σημαντικά τουλάχιστον- από την τετράθυρη εκδοχή του αυτοκινήτου, θα περίμενες μία ανάλογη οδηγική συμπεριφορά.
Πόσο μάλλον όταν ο υπερτροφοδοτούμενος κινητήρας άμεσου ψεκασμού των 1.796 κ.εκ. με τους 184 ίππους και τα 270 Nm ροπής δεν είναι αυτός που θα προεξοφλήσει το δυναμισμό ή τις επιδόσεις μιας πρότασης, το βάρος της οποίας ξεπερνά τα 1.550 κιλά.
Στην πράξη οι παρεμβάσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στο υδραυλικά υποβοηθούμενο σύστημα διεύθυνσης και η δυνατότητα να αποκτήσει κανείς το Dynamic Handling Package, που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει την ηλεκτρονικά ελεγχόμενη ανάρτηση με δύο προγράμματα λειτουργίας (Sport/Normal), σου επιτρέπουν να διεκδικήσεις κάτι παραπάνω από την άνετη και ασφαλή μετάβαση στον προορισμό σου.
Το πλαίσιο ανταποκρίνεται στην πίεση και δεν αντιδρά με νευρικότητα, έστω και αν η υποστροφή -η απουσία επαρκούς ισχύος και πλήρως απενεργοποιούμενων ηλεκτρονικών δεν σου επιτρέπει να διαχειριστείς τον πίσω άξονα και κατά συνέπεια τη συνολική συμπεριφορά του αυτοκινήτου- εμφανίζεται πιο συχνά απ’ ότι θα περίμενες σε μια πισωκίνητη πρόταση.
Παράλληλα, ο κινητήρας μπορεί να μην διακρίνεται για την εκρηκτικότητά του, παρόλα αυτά συνδυάζει τις ανταγωνιστικές επιδόσεις με τη μέγιστη δυνατή οικονομία καυσίμου.
Τα ίδιο μπορεί να ισχυριστεί κανείς και για το αυτόματο κιβώτιο επτά σχέσεων 7G-TRONIC που έρχεται να αντικαταστήσει την αναχρονιστική –σε λειτουργία και χαρακτηριστικά- πεντατάχυτη μονάδα, υπογραμμίζοντας τον πραγματικό προσανατολισμό του αυτοκινήτου.
H άλλη όψη του ίδιου νομίσματος…
Με τον ίδιο κινητήρα και ανάλογα χαρακτηριστικά αλλά με επιπλέον 20 ίππους και 40 Nm ροπής, η E250 CGI Coupe δεν έχει να παρουσιάσει απλώς ανταγωνιστικότερες επιδόσεις. Συγκεκριμένα το χρονόμετρο στη διαδικασία επιτάχυνσης από στάση στα 100 χλμ./ώρα σταματά για την E250 CGI Coupe στα 7,4 δευτερόλεπτα -αντί για τα 8,5 δευτερόλεπτα της μικρότερης σε ισχύ έκδοσης- την ίδια στιγμή που η παρουσία του 7G-TRONIC (βασικός εξοπλισμός) έχει συγκρατήσει τόσο την κατανάλωση καυσίμου (6,4 λίτρα/100 χλμ. σε μικτό κύκλο) όσο και τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (149 γρ./χλμ.). Τέλος, η διαφορά στο κόστος απόκτησης μεταξύ των δύο εκδόσεων ανέρχεται στα 5.800 ευρώ.