Χιλιάδες τόνοι επικίνδυνων νοσοκομειακών απορριμμάτων καταλήγουν στις χωματερές
Αθήνα: Στους κοινούς κάδους απορριμμάτων και στη συνέχεια στις χωματερές μαζί με τα αστικά απορρίμματα καταλήγει, χωρίς την παραμικρή ειδική επεξεργασία, μεγάλο μέρος από τους 15.000 τόνους επικίνδυνων αποβλήτων που παράγονται ετησίως από δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία της χώρας.
Αθήνα: Στους κοινούς κάδους απορριμμάτων και στη συνέχεια στις χωματερές μαζί με τα αστικά απορρίμματα καταλήγει, χωρίς την παραμικρή ειδική επεξεργασία, μεγάλο μέρος από τους 15.000 τόνους επικίνδυνων αποβλήτων που παράγονται ετησίως από δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία της χώρας.
Σύμφωνα με την πρώτη ολοκληρωμένη μελέτη που πραγματοποίησε το Εργαστήριο Διαχείρισης Τοξικών και Επικίνδυνων Αποβλήτων του Πολυτεχνείου Κρήτης και την οποία δημοσιεύει η εφημερίδα Τα Νέα, συχνά τα μολυσματικά υλικά μπερδεύονται με τα αστικά απορρίμματα, ενώ θα έπρεπε να διαχωρίζονται σε ειδικές σακούλες.
Ακόμη και στις περιπτώσεις που υπάρχουν συστήματα διαχείρισης, λειτουργούν με απαρχαιωμένο εξοπλισμό και χωρίς αντιρρυπαντική τεχνολογία, με αποτέλεσμα να ρυπαίνουν το περιβάλλον με επικίνδυνους αέριους ρύπους.
Την ίδια ώρα ελάχιστη ποσότητα απορριμμάτων φτάνει στην εξειδικευμένη μονάδα διαχείρισης που έχει δημιουργηθεί στα Ανω Λιόσια, αφού πολλά νοσοκομεία προτιμούν τη φθηνότερη -αλλά όχι το ίδιο αποτελεσματική- λύση της αποστείρωσης των μολυσματικών υλικών από ιδιωτικές εταιρείες.
«Μόνο το 39% των νοσηλευτικών ιδρυμάτων διαθέτουν κλιβάνους για τη διαχείριση των μολυσματικών αποβλήτων. Ωστόσο, οι περισσότεροι κλίβανοι είναι παλιάς τεχνολογίας και δεν πληρούν τις απαραίτητες αντιρρυπαντικές προδιαγραφές. Έτσι, κατά την καύση των αποβλήτων εκλύονται αέριοι ρύποι, όπως μονοξείδιο του άνθρακα, υδροχλωρικό οξύ, πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες και σωματίδια που επιβαρύνουν σε υψηλό βαθμό το περιβάλλον», αναφέρει ο διευθυντής του εργαστηρίου καθηγητής Ευ.Γιδαράκος.
Κατά την έρευνα διαπιστώθηκε ότι ένα νοσοκομείο 400-600 κλινών παράγει 880 κιλά μολυσματικών αποβλήτων την ημέρα, με τη μεγαλύτερη παραγωγή να προέρχεται από τα χειρουργικά τμήματα και τη μονάδα εντατικής θεραπείας.
Αυτά θα πρέπει να συλλέγονται από ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό σε κόκκινες σακούλες. Τα αιχμηρά αντικείμενα (βελόνες από σύριγγες, γυάλινα μπουκαλάκια κ.λπ.) συλλέγονται σε ειδικές κίτρινες σακούλες, πιο ανθεκτικές για να αποτρέπουν τον κίνδυνο τραυματισμού των εργαζομένων.
Ωστόσο, οι επιστήμονες διαπίστωσαν μια σειρά από προβλήματα στη διαδικασία αυτή: μολυσματικά και αστικά απορρίμματα τοποθετούνταν στις ίδιες σακούλες ή μεταφέρονταν με τα ίδια καρότσια. Oι κόκκινες σακούλες σχίζονταν εύκολα και επικίνδυνα υγρά στράγγιζαν στο πάτωμα δημιουργώντας εστίες μόλυνσης.
Γιατροί και νοσηλευτές μετακινούνταν με τα ασανσέρ μεταφοράς των απορριμμάτων, αυξάνοντας τον κίνδυνο διασποράς μικροβίων από τα υποδήματα σε όλο το νοσοκομείο. Ακόμη, τα μολυσματικά απόβλητα φυλάσσονταν στον ίδιο χώρο με τα αστικά ή έμεναν στους αποθηκευτικούς χώρους ώς και πάνω από 24 ώρες πριν από την απομάκρυνσή τους.
Oι δε χώροι αποθήκευσης δεν καθαρίζονταν σωστά και τα επικίνδυνα υγρά είχαν γεμίσει τους τοίχους και το πάτωμα. Όσο για τον κλίβανο καύσης των επικίνδυνων αποβλήτων, λειτουργούσε σε θερμοκρασία το πολύ 950 βαθμών Κελσίου αντί των 1.100 που κατ’ ελάχιστον απαιτούνται για την καταστροφή συγκεκριμένων τύπων διοξινών και πλαστικών.
Μια σειρά από οργανικές ενώσεις προερχόμενες από τα φάρμακα, οι οποίες διασπώνται πολύ δύσκολα και παρουσιάζουν μεγάλη τοξικότητα, κατέληγαν στο αστικό αποχετευτικό σύστημα δημιουργώντας προβλήματα στη λειτουργία του συστήματος βιολογικού καθαρισμού.
«Oι κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία είναι φανεροί. Γι’ αυτό θα πρέπει άμεσα να ληφθούν μέτρα για τη σωστή διαχείριση των μολυσματικών αποβλήτων που παράγουν τα νοσοκομεία», αναφέρει ο κ. Γιδαράκος, επισημαίνοντας ότι οι προδιαγραφές διαχείρισης των επικίνδυνων αποβλήτων που έχουν τεθεί με κοινή υπουργική απόφαση από το 2003 δεν τηρούνται.