Μετά από μαραθώνια συνεδρίαση, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισαν ότι «το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφωνεί να χορηγήσει δάνειο στην Ουκρανία ύψους 90 δισεκατομμυρίων ευρώ για τα έτη 2026-2027, μέσω δανεισμού της ΕΕ».

Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και Φρίντριχ Μερτς συγκαταλέγονται στους χαμένους μετά τους χειρισμούς που έκαναν τους τελευταίους μήνες

Τα διεθνή ΜΜΕ συνεχίζουν να ασχολούνται με το ζήτημα, καθώς το αρχικό σχέδιο για την αξιοποίηση των παγωμένων ρωσικών στοιχείων για την παροχή του λεγόμενου δανείου αποζημιώσεων προς την Ουκρανία κατέρρευσε, παρά τις μεγάλες πιέσεις που άσκησε η ηγεσία της ΕΕ τους προηγούμενους μήνες.

Το Euronews θυμίζει ότι η πρώτη φορά που ακούστηκε αυτή η πρόταση ήταν από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στις 10 Σεπτεμβρίου.

«Αυτός είναι ο πόλεμος της Ρωσίας. Και η Ρωσία πρέπει να πληρώσει», δήλωσε τότε η φον ντερ Λάιεν. «Δεν πρέπει να είναι μόνο οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι που θα επωμιστούν το βάρος», είχε σημειώσει.

Μερικές ημέρες αργότερα, ο καγκελάριος της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς ήταν αυτός που ανέλαβε να εξειδικεύσει τη συγκεκριμένη πρόταση, με άρθρο του στους Financial Times.

Στη συνέχεια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε ένα έγγραφο δύο σελίδων στο οποίο περιγράφονταν, με εξαιρετικά θεωρητικούς όρους όπως σχολιάζει το Euronews, οι πρακτικές λεπτομέρειες της πρωτοβουλίας.

Τα εμπόδια φάνηκαν από τον Οκτώβριο και μετά.

Ο Μπαρτ Ντε Βέβερ, πρωθυπουργός του Βελγίου, όπου βρίσκονται παγωμένα ρωσικά στοιχεία αξίας περίπου 185 δισεκατομμυρίων ευρώ, αντέδρασε.

Τόσο επειδή δεν συμβουλεύτηκαν την κυβέρνησή του, όσο και επειδή φοβόταν τα ρωσικά αντίποινα, αν το σχέδιο προχωρούσε.

Ο Βέλγος πρωθυπουργός ζήτησε εγγυήσεις από την ΕΕ, τις οποίες δεν έλαβε ποτέ, όπως δήλωσε ο ίδιος πολλές φορές.

Τους επόμενους δύο μήνες, παρά τις πιέσεις από την ΕΕ, αλλά και προσωπικά τον Μερτς, η κυβέρνηση του Βελγίου δεν άλλαξε στάση.

Αυτό δεν συνέβη ακόμα και όταν οι ηγέτες της Δανίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, τάχθηκαν υπέρ του δανείου αποζημιώσεων.

«Είναι σαφές ότι δεν υπάρχουν εύκολες επιλογές»

Στις 17 Νοεμβρίου, η φον ντερ Λάιεν έστειλε στους Ευρωπαίους ηγέτες επιστολή στην οποία περιγράφονταν λεπτομερώς τρεις επιλογές για τη συγκέντρωση 90 δισ. ευρώ για την Ουκρανία: διμερείς εθελοντικές συνεισφορές, κοινό χρέος και δάνειο αποζημιώσεων.

«Οι επιλογές που παρουσιάζονται σε αυτό το σημείωμα είναι αυστηρές τόσο ως προς τον σχεδιασμό τους όσο και ως προς τις επιπτώσεις τους. Είναι σαφές ότι δεν υπάρχουν εύκολες επιλογές», είπε.

Τελικά, μετά τη χθεσινή σύνοδο που στιγματίστηκε από συγκρούσεις και παζάρια, αυτό που αποφασίστηκε ήταν το δεύτερο.

«Ήξερα εκ των προτέρων ότι ο ενθουσιασμός για το δάνειο αποζημιώσεων δεν ήταν τόσο μεγάλος όσο πίστευαν οι άνθρωποι», δήλωσε ο Ντε Βέβερ, αφήνοντας αιχμές για τη φον ντερ Λάιεν, αν και είπε ότι έκανε «εξαιρετική δουλειά».

«Όπως το περίμενα, αποδείχθηκε ότι πολλές περισσότερες χώρες που δεν είχαν ακόμη εκφράσει την άποψή τους ήταν εξαιρετικά επικριτικές ως προς όλα τα οικονομικά ζητήματα, διαπιστώνοντας μια απλή αλήθεια: δεν υπάρχουν δωρεάν χρήματα στον κόσμο. Απλώς δεν υπάρχουν», πρόσθεσε.

Ο πρωθυπουργός του Βελγίου, Μπαρτ Ντε Βέβερ.

Η ανάλυση του Politico

Το Politico, σε δική του ανάλυση, παρουσιάζει τους νικητές και τους χαμένους μετά την απόφαση της ΕΕ.

Σύμφωνα με το γνωστό μέσο, ανάμεσα στους νικητές είναι ο Μπαρτ Ντε Βέβερ αφού ο Βέλγος πρωθυπουργός με την τακτική του έκανε το σχέδιο Β, το κοινό ευρωπαϊκό χρέος δηλαδή, να φαίνεται ως η μόνη επιλογή.

Το Politico σχολιάζει ωστόσο ότι και αυτό λίγοι το ήθελαν, αλλά οι περισσότεροι θα μπορέσουν να ζήσουν με αυτή την επιλογή, μέχρι την επόμενη παρόμοια κρίση, θα προσθέσουμε εμείς.

Στην ίδια ανάλυση στους νικητές προστίθενται η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι, με το Politico να παρουσιάζει τη – μάλλον – καιροσκοπική τακτική της αφού τοποθετήθηκε μόνο αφού το δάνειο αποζημιώσεων είχε «πεθάνει» ως επιλογή και ο Αντόνιο Κόστα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που κράτησε μια μετριοπαθή στάση στις διαπραγματεύσεις (σε αντίθεση με την φον ντερ Λάιεν).

Το γνωστό μέσο προσθέτει επίσης ότι «ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι πήρε τα χρήματα που χρειαζόταν, που ήταν και το πιο σημαντικό. Η Ευρώπη τήρησε την υπόσχεσή της να υποστηρίξει την Ουκρανία. Τα δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία του Βλαντιμίρ Πούτιν δεν θα χρησιμοποιηθούν εναντίον του. Και ο Ντόναλντ Τραμπ εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει αυτά τα περιουσιακά στοιχεία ως μοχλό πίεσης σε μια μελλοντική ειρηνευτική συμφωνία».

Οι μεγάλοι χαμένοι

Πιο ενδιαφέρον έχει το τμήμα της ανάλυσης του Politico που αναφέρεται στους χαμένους μετά την ευρωπαϊκή απόφαση.

Τον Φρίντριχ Μερτς, για τον οποίο γράφει ότι δύσκολα θα μπορούσε να θυμηθεί κανείς πιο αποτυχημένη παρουσία Γερμανού καγκελάριου σε σύνοδο της ΕΕ.

«Μέσα σε λίγες ώρες, ο Μερτς υπέστη δύο σημαντικές ήττες: την αναβολή της συμφωνίας με τη Mercosur και, πιο καθοριστικά, την υπονόμευση του σχεδίου για τα παγωμένα περιουσιακά στοιχεία που είχε προωθήσει επιθετικά», όπως τονίζεται στην ίδια ανάλυση.

Την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν που συμμάχησε με τον Γερμανό καγκελάριο, αν και η ομάδα της παρουσίασε και εναλλακτικές προτάσεις, όπως γράφει το Politico.

Η πρόεδρος της ΕΕ αναφέρθηκε στην επιλογή του κοινού χρέους «σε ομιλία της στο Στρασβούργο την Τετάρτη — αλλά ήταν πολύ αργά για να διεκδικήσει τα εύσημα για τη συμφωνία που τελικά επιτεύχθηκε. Μέχρι τότε, η δυναμική είχε ήδη αλλάξει και άλλοι καθοδηγούσαν το αποτέλεσμα».

Τη Μέτε Φρεντέρικσεν, την πρωθυπουργό της Δανίας που αυτή την περίοδο προεδρεύει στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το μπλοκ των τριών Βόρειων χωρών που υποστήριξαν το δάνειο αποζημιώσεων.

Μέτε Φρεντέρικσεν, Αντόνιο Κόστα και Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.

Το Politico εντάσσει στους χαμένους και τις Ουγγαρία, Σλοβακία και Τσεχία.

Αυτή η τριάδα χωρών «εξασφάλισε μια βραχυπρόθεσμη — και κυρίως οικονομική — νίκη, αποφεύγοντας τις άμεσες υποχρεώσεις να στείλει χρήματα στην Ουκρανία.

Ωστόσο, η νίκη αυτή μπορεί να αποδειχθεί δαπανηρή. Τα χρήματα θα συνεχίσουν να ρέουν ανεξάρτητα — και μια τέτοια κίνηση τους φέρνει πιο κοντά στο να γίνουν παρίες εντός της ΕΕ. Θα υπάρξουν αντιδράσεις από τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ; Ο χρόνος θα δείξει», σημειώνει το γνωστό μέσο.