[…]

Όσοι είναι κάπως εξοικειωμένοι με τις απαντήσεις στα ερωτηματολόγια των δημοσκοπήσεων, ξέρουν τι μπορούν να περιμένουν ως έννοια, ως ερμηνεία ή και αποσαφήνιση, του τι μπορεί να νοείται ως «Μάρμαρα», σε συνάρτηση με τα ερείπια της Ακρόπολης και του Παρθενώνα. Η πεποίθησή μου είναι πως θα πλειοψηφούσαν οι απαντήσεις ότι τα «Μάρμαρα» είναι οι σπασμένες κολόνες, τα διάφορα αγκωνάρια και οι τσακισμένες πέτρες, οι εγκατασπαρμένες στον ιερό βράχο. Κι αυτά βέβαια από όσους έχουν κάποτε στη ζωή τους ανεβεί ως εκεί πάνω, κυρίως από περιέργεια για το πώς τα κατάφερε ο Γλέζος να κατεβάσει τη χιτλερική σημαία και δευτερευόντως για το κλέος των αρχαίων προγόνων μας. Εύκολη σχετικά επιβεβαίωση της πεποίθησής μου είναι μια σύντομη παραμονή στην ταράτσα, από όπου η θέα του Ζαππείου και όπου ο ιστός της σημαίας. Εκεί, συνωθούμενος κανείς και συνωθών, έχει την ευκαιρία να ακούσει το τι γνωρίζει, τι νομίζει, τι πιστεύει, τι διαβεβαιώνει, ως και τι προτείνει ο Έλληνας για την προκοπή της πατρίδας του και την «αναπαλαίωση» της Ακρόπολης.

Τόσα για εκείνους που, όπως είπα, έχουν πατήσει το πόδι τους εκεί. Όσοι δεν το έχουν πατήσει —και δεν είναι λίγοι— πιθανότατα να απαντούσαν ότι τα «Μάρμαρα» είναι κάτι πέτρες, που τις έκλεψαν οι πολυεθνικές και τα μονοπώλια και που η μακαρίτισσα Μελίνα το είχε βάλει αμέτι μουχαμέτι να τις πάρουμε πίσω, γιατί είναι αντίκες και πιάνουν πολλά λεφτά. Φυσικά δεν αμφιβάλλω πως θα υπάρχουν κι ορισμένοι, ελάχιστοι, που κάτι θα έχουν ακουστά για Περικλή, ίσως και Φειδία. Ο Ικτίνος όπως κι ο Ελγίνος θα τους είναι άγνωστοι, παρόλο που ομοιοκαταληκτούν. Περισσότερο δεν προχωρώ γιατί ειλικρινά πιστεύω πως το ποσοστό των Ελλήνων το οποίο γνωρίζει τι παραστάσεις έχουν τα αετώματα και τι η ζωφόρος είναι τόσο ασήμαντο, που δεν πιάνεται σε δημοσκοπικό δείγμα. Κι όσο για τις μετόπες, καλύτερα ας μη γίνεται λόγος.

Εκείνο που δεν το χωράει ο νους, είναι το γιατί δόθηκε σε τέτοιες ανεπανάληπτες στους αιώνες γλυπτικές συνθέσεις —κι όχι μόνο δόθηκε, αλλά και καθιερώθηκε— η χαμαίζηλη (σ.σ. χαμερπής, τιποτένια) ονομασία «Μάρμαρα». Είναι μίμηση από τα αγγλικά; Είναι δείγμα εθνικής επιπολαιότητας; Ή μήπως, το και πιθανότερο, είναι κατά βάση παντελής άγνοια και του γεγονότος και του θέματος και των συνεπειών; Πόσοι όντως γνωρίζουν την ύπαρξη αυτών των γλυπτών; Πόσοι τα ξέρουν εκ του φυσικού, ή έστω τα έχουν δει σε φωτογραφίες; Και για να γίνουμε κυνικοί, αλλά πραγματιστές, πόσοι μπορούν να συγκινηθούν από μια τόσο κρύα λέξη: «Μάρμαρα»; Γιατί να ενδιαφερθούν για την ύπαρξή τους, την τύχη τους, τη θέση τους; Προς τι να σκοτιστούν για τη μελλοντική τους μοίρα; Στο κάτω κάτω τα «Μάρμαρα» είναι ευσεβείς πόθοι, ενώ τα «βάρβαρα» είναι καθημερινή πρακτική.

Έτσι είναι δυστυχώς. Ρηχότητα, αστοχασιά, βιασύνη. Η σκέψη κουράζει, η προοπτική ζαλίζει, η εμμονή θέλει κότσια και η συνέπεια εξαντλεί. Εμείς είμαστε λαός του σμπάρου (σ.σ. πυροβολισμού, τουφεκιάς), της τρακατρούκας, του βεγγαλικού. Μπαμ για να εντυπωσιάσουμε και μπουμ για να τα σκεπάσουμε. Αδυνατούμε να καταλάβουμε πως οι καιροί έχουν αλλάξει και πως από τους ξένους κανείς δε νιώθει πια υποχρέωση στους μεγάλους μας προγόνους. Προπαντός όταν εμείς είμαστε μικροί, φερόμαστε μικρόχαρα και νιώθουμε μικρομεσαίοι.


Κείμενο του φιλολόγου και λογοτέχνη Νίκου Πολίτη (1918-1995), που έφερε τον τίτλο «Τα Μάρμαρα και τα βάρβαρα» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 26 Ιουνίου 1994.

Έξοχη πραγματικά η σύνδεση των περίφημων «Μαρμάρων» με την εθνική μας ιδιοπροσωπία.

Στα «Μάρμαρα» και στον «Ελγίνο» είναι αφιερωμένο ένα από τα σημερινά άρθρα μας, εξ ου και η παρούσα αναδημοσίευση των σκέψεων του Πολίτη.