Ο δεύτερος γύρος του Εμφύλιου είχε αρχίσει, αλλ’ αν πω ότι μας αφορούσε, θα ’λεγα ψέματα. Το θυμόμασταν μόνο κάθε φορά που, για να πάμε εκδρομή στον Πόρο, την Ύδρα ή τους Δελφούς, έπρεπε να πάρουμε άδεια απ’ την αστυνομία — αιτήσεις, φωτογραφίες και τα τοιαύτα. Όπως έχω γράψει κι αλλού, ήμασταν επαναστατημένοι, αλλ’ είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω οικογενειακών καταβολών ή ιδιοσυγκρασίας δεν πιστεύαμε στην υπόθεση της αριστεράς, τη θεωρούσαμε χαμένη, χωρίς ούτε να χαιρόμαστε ούτε να λυπόμαστε. Έτσι ήταν και δε γινόταν πια αλλιώς.

Τα δικαστήρια έστελναν κάθε μέρα ένα σωρό αριστερούς στο εκτελεστικό απόσπασμα για εγκλήματα που είχαν ή δεν είχαν διαπράξει. Τα διαβάζαμε στα ψιλά των εφημερίδων — εγώ δε διάβαζα τότε ούτε εφημερίδες παρά μόνο τα κομμάτια τους που κρέμονταν στο τσιγκέλι του αποχωρητηρίου, την εποχή εκείνη δεν είχαμε πολυτελή χαρτιά τουαλέτας. Ήταν τραγικό να σκοτώνονται άνθρωποι, αλλά απ’ τον καιρό που άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο, δε θυμόμουν να γινόταν και τίποτ’ άλλο, βγαίνοντας ένα πρωί απ’ το σπίτι για να πάω στο σχολείο —τη χρονιά εκείνη ζούσα με τη μάνα μου στο Βόλο— είδα τα πτώματα δύο ανταρτών που θα πρέπει να είχαν εκτελέσει τη νύχτα σ’ αντίποινα οι Γερμανοί ή οι ταγματασφαλίτες. Τα μυαλά ήταν κυριολεκτικά χυμένα έξω απ’ το κρανίο. Γύρισα στο σπίτι κι έκανα εμετό. Σε σύγκριση με τέτοιες εμπειρίες, αυτά που διάβαζα για θανατικές καταδίκες ήταν αφηρημένες έννοιες. Το ίδιο και με τους εξόριστους. Ούτ’ αυτό δεν ήταν καινούργιο. Όταν ήμουν παιδί, την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά, τα νησιά του Αιγαίου μπήκαν για πρώτη φορά στη συνείδησή μου σαν πηγή υπηρετριών για πολλά αθηναϊκά σπίτια και σαν τόποι εξορίας.


«ΤΑ ΝΕΑ», 5.12.1989, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ήμουν άραγε ο μόνος που αισθανόταν έτσι; Αμφιβάλλω. Τα περισσότερα επονάκια της κατοχής —όσα δεν είχαν προλάβει να πάνε στο βουνό ή είχαν λόγω οικογένειας ή προσωπικής δράσης φάκελο αριστερού— υπηρετούσαν τώρα στωικά τη θητεία τους στον κυβερνητικό στρατό κι ίσως μερικοί απ’ αυτούς σκότωναν τους συντρόφους των πολύ πρόσφατων παιδικών τους παιχνιδιών. Εγώ δεν ήμουν ούτε καν κατοχικό επονάκι.

Γιατί δεν είχα γραφτεί κι εγώ στην ΕΠΟΝ στην οποία έμπαιναν αθρόα οι μαθητές των γυμνασίων όπως προπολεμικά στην ΕΟΝ ή τους προσκόπους; Επειδή με απέρριψαν σαν ανεπιθύμητο τα παιδιά της τάξης μας που είχαν αναλάβει να μυήσουν τους άλλους. Με θεώρησαν αντιδραστικό. Επρόκειτο για την ίδια ηλίθια παρεξήγηση που έμελλε να επαναληφθεί είκοσι χρόνια αργότερα και που έκανε εκ των πραγμάτων αδύνατη οποιαδήποτε συνεννόηση ή επαφή με τη δογματική αριστερά.


«ΤΑ ΝΕΑ», 5.12.1989, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Θα πω ψέματα αν ισχυριστώ ότι, δεκατεσσάρω χρονώ, είχα πολιτική συνείδηση ή οποιαδήποτε ιδεολογία. Δεν είχα. Ήμουν όμως γενικά κι αόριστα εναντίον της μανιχαϊστικής αντίληψης που χωρίζει τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς, κόκκινους και μαύρους, Έλληνες πατριώτες και Γερμανούς φασίστες — όπως υπήρχαν Έλληνες προδότες, υπήρχαν σίγουρα και Γερμανοί που ήταν παγιδευμένοι κι εκτελούσαν εκόντες άκοντες ένα, απ’ τη δική τους πλευρά, εξίσου πατριωτικό καθήκον.

Πιθανόν να ’φταιγε κι η λανθάνουσα φιλομοφυλία μου, αλλά, που να πάρει ο διάβολος, όπως δε μπόρεσα ποτέ να δω όλους τους αστυνομικούς συλλήβδην σαν τέρατα, έτσι και τότε δεν έβλεπα τους Γερμανούς σα ναζιστικά κτήνη. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά, σ’ αντίθεση με τους πεινασμένους και ψειριασμένους Έλληνες, ήταν καλοθρεμμένοι και καθαροί, άρα ερωτικά επιθυμητοί. Όλ’ αυτά εις βάρος και του δικού μου στομαχιού, και του δικού μου τομαριού που τουρτούριζε απ’ το κρύο, εις βάρος της ζωής Ελλήνων που πέθαιναν απ’ την πείνα, στέλνονταν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Αλλ’ αυτά ήταν φυσικά επακόλουθα του πολέμου, και δεν είχα διαβάσει για κανέναν πόλεμο χωρίς αθώα θύματα, χωρίς νικητές και ηττημένους.


«ΤΑ ΝΕΑ», 5.12.1989, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Για την ώρα, οι Γερμανοί μάς είχαν αποκάτω. Αλλά τα σχόλια που συνόδευαν τις σκηνές απ’ τα πολεμικά μέτωπα στα επίκαιρα είχαν αρχίσει προ πολλού να δίνουν την εντύπωση θριαμβευτικών υποχωρήσεων. Το ’ξερα από διαίσθηση. Το Ράιχ των χιλίων ετών ήταν μια σαχλαμάρα που δεν είχε πια πολλά ψωμιά, κι ούτε μπορούσε να συμβεί διαφορετικά μ’ ανθρώπους που ισχυρίζονταν ότι ήταν φυλετικά ανώτεροι από μας τους Έλληνες. Έτρωγαν καλύτερα, ήταν ξανθοί, ήταν όμορφοι. Αλλά κι εγώ, παρόλο που τρεφόμουν με λαχανίδες και μπλουγούρι, έβλεπα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και τον έβρισκα αλλιώς αλλ’ εξίσου όμορφο. Και σ’ αυτό, αν έκρινα απ’ τις χειρονομίες που μου έκαναν στις σκοτεινές και κατάμεστες αίθουσες των κινηματογράφων, θα συμφωνούσαν και πολλοί Γερμανοί.

Εννοείται πως όλ’ αυτά δε θα τα διατύπωνα τότε έτσι ούτε στον ίδιο τον εαυτό μου, και πολύ λιγότερο μπροστά σε συμμαθητές μου. Δε θα τα διατύπωνα έτσι επειδή δεν τα ’ξερα καλά-καλά ούτε κι εγώ ο ίδιος, ήμουν δεκατεσσάρω χρονώ, είχα ήδη κάμποσες φιλομόφυλες εμπειρίες, αλλά δεν ήμουν συνειδητός φιλομόφυλος, κάθε άλλο. Όπως όλα τα παιδιά σ’ αυτή την ηλικία, ο ερωτισμός μου δεν έκανε διακρίσεις φύλου, κι αν είχα μεγαλώσει σε διαφορετικό περιβάλλον και κάτω από ομαλότερες συνθήκες, θα μπορούσα παρ’ όλ’ αυτά να είχα γίνει ακόμα κι αυτό το αρκετά σπάνιο είδος του αποκλειστικού ετεροφυλόφιλου. Δε με θεώρησαν λοιπόν ανεπιθύμητο ή αντιδραστικό οι συμμαθητές μου για κανέναν απ’ αυτούς τους λόγους, όπως εν μέρει η αριστερά είκοσι χρόνια αργότερα. Τώρα μου φαίνεται πολύ αστείο, αλλά διαφωνήσαμε σε θέματα αισθητικής. Από τότε κιόλας έγραφα διηγήματα. Κι έν’ απόγευμα, το θυμάμαι σα να ’ταν χτες, στο διάλειμμα, σε μια γωνιά της αυλής του γυμνασίου πίσω από το μαιευτήριο της Έλενας, διάβασα ένα από δαύτα στους συμμαθητές ακριβώς που μου είχαν κάνει πριν από λίγες μέρες την πρόταση να με γράψουν στην ΕΠΟΝ, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο: νόμιζα πως το διήγημα συνηγορούσε υπέρ της κοινωνικής ισότητας, υπέρ της ελευθερίας.


Περίμενα ότι θα τους εντυπωσιάσω, ότι θα μου πουν μπράβο. Μου είπαν ότι είμαι τσιράκι των καπιταλιστών και μου γύρισαν την πλάτη.

Πολλά χρόνια αργότερα έμαθα ότι ένα απ’ τα πολλά πράματα που δε μου συγχωρούσε η δογματική αριστερά, κι ίσως το μόνο, αφού τη φιλομοφυλία δα την είχε συγχωρήσει σ’ άλλους, ήταν ότι στο «Τρίτο Στεφάνι» είχα παρουσιάσει στο ίδιο πρόσωπο, τον Δημήτρη, έναν κομμουνιστή που ήταν συγχρόνως και κακοποιός του κοινού ποινικού δικαίου. Δεν πρόσεξαν πως είχα βάλει μέσα κι έναν κομμουνιστή διανοούμενο που καταλήγει στη Μακρόνησο, δεν πρόσεξαν ότι, παρ’ όλα όσα λέει η μικροαστή Νίνα στο επεισόδιο της κλινικής, στο τέλος του βιβλίου παραδέχεται ότι, αν είχε κερδίσει η αριστερά, ίσως να ’χε αλλάξει η ζωή προς το καλύτερο. Πρόσεξαν μόνο το γράμμα, όχι το πνεύμα του βιβλίου. Γι’ αυτούς, ένας κομμουνιστής έπρεπε να ’χει μόνο αρετές, κανένα ελάττωμα, ένας κομμουνιστής έπρεπε να ’ναι αυτό το ανύπαρκτο πράμα, ο τέλειος άνθρωπος — δεν ήταν δα πολύς καιρός που το Κόμμα είχε απαγορέψει στους βασανισμένους τρόφιμους της Μακρονήσου, όπως απαγορευόταν το Μεσαίωνα στους καλόγερους επί ποινή ακρωτηριασμού του δεξιού τους χεριού, τη μόνη ερωτική διέξοδο που τους απόμενε, τη μόνη δυνατότητα να πετάξουν για λίγα λεπτά με τη φαντασία τους μακριά απ’ την κόλαση.

*Απόσπασμα από κείμενο του Κώστα Ταχτσή, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» την Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 1989. Το εν λόγω κείμενο είχε αποκλειστεί από το βιβλίο του Κώστα Ταχτσή «Το φοβερό βήμα», που επρόκειτο να κυκλοφορήσει εκείνες τις μέρες από τις εκδόσεις «Εξάντας».

To «Φοβερό βήμα» ήταν η αυτοβιογραφία του Ταχτσή, το κύκνειο άσμα του, που ανατέμνει τη μεταπολεμική Ελλάδα.


Ο επιμελητής της έκδοσης, ο φίλτατος Θανάσης Νιάρχος, είχε συνομιλήσει με τη δημοσιογράφο – βιβλιοκριτικό Μικέλα Χαρτουλάρη για το αυτοβιογραφικό έργο του Ταχτσή και τη σχέση του με το περίφημο «Τρίτο στεφάνι». Από τις 1.500 και πλέον σελίδες της αυτοβιογραφίας του Ταχτσή —όχι χειρόγραφες, αλλά δακτυλογραφημένες, καθώς ο συγγραφέας έγραφε κατευθείαν στη γραφομηχανή—, στο βιβλίο περιελήφθησαν περίπου οι 400. Από τις υπόλοιπες, που συνιστούσαν την «αθέατη πλευρά του φοβερού βήματος» (αυτός είναι και ο τίτλος του δημοσιεύματος των «Νέων»), προέρχεται το ανωτέρω απόσπασμα.


Ο Κώστας Ταχτσής, πεζογράφος, ποιητής και μεταφραστής, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 8 Οκτωβρίου 1927 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 25 Αυγούστου 1988.

Το ποιητικό έργο του κινείται στο πλαίσιο της θεματολογίας της καθημερινής ζωής και χαρακτηρίζεται από έντονα λυρική διάθεση, η οποία μεταφέρθηκε και στα πεζά του.


Το έργο που τον καθιέρωσε στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας είναι το μυθιστόρημα «Το τρίτο στεφάνι», μια ευφυής, ρεαλιστική και συχνά λυρική απεικόνιση της ζωής και της κοσμοθεωρίας των ελλήνων μικροαστών.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ψυχογραφική ικανότητα του Ταχτσή, ιδιαίτερα στους γυναικείους χαρακτήρες του, καθώς και η εξαιρετική φροντίδα της γλωσσικής του έκφρασης.