Οι στεππώδεις πεδιάδες της Μάνσας (σ.σ. εύφορου οροπεδίου της κεντρικής Ισπανίας) θα ήσαν, για τη μονοτονία τους, τη σιγή τους και την ερήμωσί τους, από τα πιο εφιαλτικά μέρη της γης αν πάνω στην ανήλεη γυμνότητά τους η ψυχή του ταξειδιώτη δεν έβλεπε να διαγράφωνται κάθε τόσο δυο σκιές, η μία τεράστια κι’ η άλλη μικρή και στρογγυλή, που οδεύουν αργά και σιωπηλά μέσα στην αιωνιότητα του καιρού και του διαστήματος: Σκιές μεγαλόπρεπες και αστείες, φαντάσματα πιο ζωντανά απ’ όλους τους ζωντανούς, πλάσματα εδώθε και πέρα της ζωής — «απείρως θλιβερά, όπως είπε ο Βύρων, γιατί κάνουν πολλούς να γελάνε…»

Οι δύο αυτές σκιές είνε του δον Κιχώτη, καβάλλα στην αχαμνή Ροσινάνδη του, και του ακολούθου του Σάνχου Πάνσα πάνω στον γάιδαρό του.

Η Μάνσα είνε η πατρίδα τους, το μέρος απ’ όπου ξεκίνησαν για τη μεγάλη τους περιπέτεια. Όλα εδώ μιλάνε γι’ αυτούς: Ένα πληγιασμένο γαϊδούρι που συναντάει κανείς στο χαντάκι του δρόμου και το οποίο, μη βρίσκοντας τίποτα για να μασήση στη νεκρή αυτή γη, κυττάει μ’ ένα πένθιμο βλέμμα την απεραντωσύνη της στέππας· ένας ανεμόμυλος με διπλωμένα φτερά, ο οποίος, έτσι που υψώνεται ολομόναχος πάνω σ’ ένα τοπείο κατάγυμνο κι’ επίπεδο, φαντάζει τεράστιος· μια άθλια ποσάδα (σ.σ. χάνι, πανδοχείο), ασβεστοχρισμένη, που την καταθλίβουν η σιωπή της ερημίας κι’ ο τρομερός ήλιος.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 9.8.1931, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ό,τι όμως μιλάει πολύ περισσότερο γι’ αυτούς —και ταυτοχρόνως τους εξηγεί— είνε η ψυχική ατμόσφαιρα των γυμνών αυτών οριζόντων. Μέσα σ’ αυτήν αισθάνεται κανείς ότι ο δον Κιχώτης κι’ ο Σάνχος Πάνσας δεν γεννήθηκαν εδώ, και δεν υπήρξαν αυτοί που υπήρξαν, από μια απλή ιδιοτροπία του συγγραφέως των. Ότι δεν είνε πλάσματα της φαντασίας του Θερβάντες. Ότι δεν έχουν τίποτα το κοινό με τους ήρωες, παραδείγματος χάριν εκείνους του Πονσόν ντε Τεράιγ (σ.σ. γάλλου συγγραφέα, 1829-1871), που επέθαιναν όταν βολούσε στον συγγραφέα και κάποτε, μάλιστα, και ανασταίνονταν από αφηρημάδα του. Αλλ’ ότι επεβλήθηκαν στον Θερβάντες όταν ο τελευταίος αυτός πέρασε ένα διάστημα της ζωής του φυλακή στη μελαγχολική πολίχνη της Αργκαμαζίλλια ντε Άλμπα, απ’ όπου κι’ οι δυο τους κατάγονται.

Ο Θερβάντες θα τους εγνώρισε. Ίσαμε που να γίνη ο χρονικογράφος της εξαίσιας ιστορίας τους, θα ήσαν ό,τι ο Πιραντέλλο ωνόμασε «πρόσωπα εις αναζήτησι συγγραφέως»: Πλάσματα με ελεύθερη βούλησι, σαν το πρόσωπο εκείνο του διηγήματος του Μιγκουέλ Ουναμούνο (σ.σ. βάσκου λογοτέχνη και φιλοσόφου, 1864-1936) το οποίο, τη στιγμή που ο συγγραφεύς ετοιμάζεται να το «αυτοκτονήση» για να δώση ένα τέλος στο διήγημά του, αγανακτεί, διαμαρτύρεται και φωνάζει: «Θέλω να ζήσω, δον Μιγκουέλ!» Πραγματικά, δεν βλέπουμε τον δον Κιχώτη, στο δεύτερο βιβλίο της ιστορίας του, ν’ ανησυχή, μαθαίνοντας ότι και κάποιος άλλος εκτός από τον Θερβάντες ιστόρησε τη ζωή του, με τη σκέψι ότι ο ιστοριογράφος εκείνος μπορούσε να είχε μιλήση για τους έρωτές του «με αναίδεια και κατά τρόπο που να εξέθετε την τιμιότητα της κυράς του Δουλτσινέας του Τολόζο»;


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 9.8.1931, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Αλλά ποια ωραιότερη, και πειστικώτερη, απόδειξι της πραγματικότητός των θέλει κανείς από το γεγονός ότι οι σημερινοί κάτοικοι της Αργκαμαζίλλια ντε Άλμπα σάς δείχνουν σαν κάτι το ιστορικό το χάνι της Κεσάδα όπου ο ιδαλγός (σ.σ. παλαιός κατώτερος τίτλος ευγενείας στην Iσπανία) εχρίσθηκε ιππότης προτού ξεκινήση για την κατάκτησι της χιμαίρας, και τους ανεμόμυλους του Πουέρτο Λάπισε ως τους ίδιους εναντίον εκείνων που επολέμησε.

Η αφέλεια των διαβεβαιώσεων αυτών είνε τόσο καταφανής ώστε αποκλείει κάθε πρόθεσι εξαπατήσεώς σας εκ μέρους των. Δεν μοιάζουν τους κατοίκους άλλων μερών, οι οποίοι παρουσιάζουν, εν γνώσει, ασήμαντα ερείπια ως ιστορικά αξιοθέατα μόνο και μόνο για να καταστήσουν τον τόπο τους ενδιαφέροντα και να προκαλέσουν κίνησι ξένων. Όχι, πιστεύουν ακράδαντα ότι ο δον Κιχώτης κι’ ο Σάνχος Πάνσας υπήρξαν πραγματικά πρόσωπα κι’ ότι έζησαν τις παράδοξες περιπέτειές τους. Η πεποίθησίς τους προέρχεται όχι από την αμάθειά τους, όπως επιπόλαια μπορεί κανείς να φανταστή, αλλά, απλούστατα, από το γεγονός ότι αναγνωρίζουν σ’ αυτούς τους εαυτούς των, ότι διαισθάνονται πως οι δύο αυτές σκιές είνε η ψυχή του τόπου των — και η έκφρασίς τους.


Αληθινά, για σκεφθήτε λίγο. Σ’ αυτήν την Αργκαμαζίλλια ντε Άλμπα, τη χαμένη μέσα στις στέππες της Μάνσας και που βρίσκεται σε ίση απόστασι από την πένθιμη Καστίλλια κι’ από την Ανδαλουσία, χώρα της χαράς και της ζωής, στην οποία όλα τα λουλούδια της ανατολίτικης φαντασίας άνθισαν σε κατάλληλο κλίμα, τι απομένει σ’ έναν άνθρωπο του οποίου οι ημέρες περνάν μονότονες και μελαγχολικές και του οποίου το βλέμμα δεν συναντάει παρά την απεραντωσύνη της ερημίας; Τι άλλο από το όνειρο; Τι άλλο από τα απατηλά δράματα της ερήμου; Κι’ αυτό δεν είνε η ιστορία του δον Κιχώτη; Όσο για τον Σάνχο Πάνσα τον σκυμμένο πάνω σ’ ένα έδαφος φτωχό, ηλιοκαμένο και άστοργο, ένα έδαφος που όσο κι’ αν καλλιεργηθή δεν παράγει ποτέ τίποτα, τι φυσικώτερο αν άκουσε, κι’ αν ακολούθησε, εκείνον που του περιέγραψε τα όσα εξαίσια πράγματα ημπορεί να περιμένη κανείς από τη ζωή — αν πάη προς κατάκτησί της. Μήπως δεν ήσαν άλλοι τόσοι Σάνχοι Πάνσες όλοι εκείνοι που άφιναν, κατά τον 15ο αιώνα, την πένθιμη Καστίλλια ή την ερημωμένη Μάνσα κι’ έπλεαν για τον καινούργιο κόσμο πίσω από τον οραματικό Χριστόφορο Κολόμβο —τον δον Κιχώτη αυτόν της ανακαλύψεως— σ’ αναζήτησι των κατάχρυσων Ελδοράδων που γέμιζαν τη φαντασία τους; Στο βάθος, ο νέος αυτός κόσμος που ο Κολόμβος επρόσφερε στην Ισπανία τι άλλο ήταν από ένας παρθένος χώρος που μπορούσε να περιλάβη το όνειρό της;

Ξέρω ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν βλέπουν στις δύο αυτές μορφές παρά μορφές φάρσας, που διατείνονται ότι ο Θερβάντες τις εδημιούργησε για να γελοιοποιήση τους ανθρώπους της εποχής του, οι οποίοι ήσαν μανιώδεις με τα μυθιστορήματα της ιππωσύνης, και για να καταδείξη στον κόσμο τη βλαβερή επίδρασι που μπορούσε να έχη η ανάγνωσίς τους, καθώς και κάθε επιζήτησις της χιμαίρας μέσα στη ζωή. Υπάρχει μάλιστα σε μας ένας σπουδαιοφανής κριτικός ο οποίος εσκανδαλίστηκε γιατί εξήρα κάποτε σ’ ένα τραγούδι μου τη μορφή του δον Κιχώτη, την οποία εύρισκε γελοία και σύμβολο, το πολύ-πολύ, της πιο αξιοθρήνητης τρέλλας.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 12.5.1956, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Πρέπει να λυπάται κανείς τους ανθρώπους αυτούς, οι οποίοι δε βλέπουν στον δον Κιχώτη έναν πρίγκηπα του ονείρου, αλλά ένα γελοίο παληάτσο, εις δε την εποποιία του, την ανάλογη με την Οδύσσεια, παρά ένα κωμικό βιβλίο με πρόθεσι διδακτική.

Η Ισπανία, ευτυχώς, δεν έδειξε την ίδια πνευματική μυωπία. Σέβεται τον Θερβάντες σαν ένα μεγάλο και εθνικό ποιητή, έναν ποιητή ο οποίος εξήρε το καλλίτερο και το αγνότερο της ψυχής της, κι’ ο οποίος, με τις περιπέτειες του ιδαλγού της Μάνσας, εσυμβόλισε την ανθρώπινη ορμή προς την κατάκτησι του ονείρου — της πηγής αυτής και της τροφής, ταυτοχρόνως, της ζωής, χωρίς το οποίο δεν θάξιζε αληθινά τον κόπο να ζη κανείς τη ζωή. Για τον Ισπανό ο δον Κιχώτης δεν είνε ένα κωμικό αλλά ένα λυρικό πρόσωπο — όπως και πράγματι είνε. Μπορεί να πη κανείς ότι η εξαισιώτερη, η πιο θαυμαστή περιπέτεια του ιδαλγού της Μάνσας είνε αυτή: ότι ξεκινώντας από την Αργκαμαζίλλια ντε Άλμπα προς κατάκτησι χιμαιρικών βασιλείων, κατέκτησε ένα βασίλειο πραγματικό — την Ισπανία. Η Ισπανία ολόκληρη ανεγνώρισε σ’ αυτόν τον εαυτό της με την ίδια πεποίθησι και τον ίδιο θαυμασμό των κατοίκων της μελαγχολικής πολίχνης της Μάνσας, η οποία τον εγέννησε.


Και δεν ήταν δυνατό να είνε αλλοιώς. Τι άλλο παρά δον Κιχώτες είνε όλες οι μεγάλες φυσιογνωμίες που ελάμπρυναν την ιστορία της Ισπανίας; Δον Κιχώτης ο Κολόμβος, ο οποίος, υπό τους γέλωτας των σοφών της εποχής του, απέπλευσε προς ανακάλυψι του θαλασσίου δρόμου των Ινδιών· δον Κιχώτης ο Σιδ (σ.σ. Ελ Σιντ), και ο Κορτές που έκαψε τα καράβια του, κι’ ο Πιζάρο που απεβιβάστηκε στο Περού με μια φούχτα ανθρώπων, κι’ ο άγιος Ιγνάντιος, ο πνευματικός κατακτητής, κι’ η αγία Τερέζα που ήταν βέβαιη ότι έβλεπε τον Χριστό και μιλούσε μαζί του· δον Κιχώτης ο Φίλιππος ο Β’ που έστειλε την αρμάδα του στα νερά του Λεπάντε με τον Χριστό ως ναύαρχο· δον Κιχώτης ο ίδιος ο Θερβάντες, ο οποίος επολέμησε μ’ ενθουσιασμό σ’ αυτήν τη ναυμαχία, πιστεύοντας ως πραγματοποιήσιμο το υπέρμετρο και χιμαιρικό όνειρο του βασιλέως του, ο οποίος ήθελε να σώση όλη την οικουμένη από το προπατορικό αμάρτημα, κάνοντάς τη χριστιανική. Πώς οι Ισπανοί να μην αναγνωρίσουν στον δον Κιχώτη την ψυχή τους αφού είχε στον ύψιστο βαθμό και την ιδέα τους περί τιμής, και το ingenio τους, δηλαδή τη δημιουργική διαίσθησι, και το πάθος τους σε ό,τι ανελάμβανε, και το θάρρος τους στον αγώνα, και την ευγένειά τους, και τον υπέρμετρο, τέλος, οραματισμό τους; Άλλωστε, η καμπύλη της ζωής του ιδαλγού της Μάνσας δεν ήταν η ίδια με την καμπύλη της εθνικής τους ιστορίας; Θυμάστε ίσως τι γράφει ο Θερβάντες. Ότι ο δον Κιχώτης, όταν τον περιμάζεψαν και τον ξανάφεραν στην Αργκαμαζίλλια ντε Άλμπα, και τον περιποιήθηκαν, έγινε καλά. Αλλά μόλις έγινε καλά, ο ιδαλγός επέθανε! Επέθανε από φυσικό θάνατο. Όπως το ψάρι όταν το βγάζουν από τη θάλασσα, ο δον Κιχώτης πέθανε από ασφυξία — γιατί μέσα στην πεζή ζωή της πραγματικότητος ευρέθηκε έξω από το στοιχείο του, έξω από την πραγματικότητά του. Το ίδιο συνέβη και με την Ισπανία. Επέθανε από τη στιγμή που συνήλθε από την «τρέλλα» της, από τη στιγμή που τα κανόνια του αμερικανικού στόλου στα νερά της Κούβας την ξύπνησαν από τ’ όνειρό της. Υπήρξε μεγάλη όσο υπήρξε τρελλή. Όσο έστελνε τον Κολόμβο, ενάντια προς κάθε επιστημονική δοξασία, ν’ ανακαλύψη καινούργιους δρόμους για τ’ όνειρό της, όσο πίστευε ότι ήταν στρατιώτης του Χριστού και ο εκλεκτός λαός του Κυρίου. Από την ημέρα όμως που «εσωφρονίστηκε», πέθανε κι’ αυτή — κι’ ως κράτος και ως λαός.


«Ο Έρασμος είχε δίκαιο όταν έγραφε τον ύμνο προς την τρέλλα», σκεπτόμουνα ενώ περνούσα τις μονότονες πεδιάδες της Μάνσας. «Δίκαιο επίσης ο ψυχίατρος εκείνος που ωμολογούσε ότι θα προτιμούσε να κάνη κατάμονος μία ατελεύτητη οδοιπορία στην έρημο, παρά ένα μικρό περίπατο μ’ έναν άνθρωπο που θα ήταν η ενσάρκωσις της λογικής. Εκείνοι που έχουν άδικο είνε οι άνθρωποι οι θετικοί, οι αυστηρώς λογικοί, εκείνοι που βρίσκουν τον δον Κιχώτη κωμικό γιατί, ενάντια σε ό,τι ήταν προφανές, επέμενε να βλέπη ως πραγματικές τις χίμαιρες της αρρωστημένης φαντασίας του. Αν δεν υπήρχε η τρέλλα, αν δεν υπήρχαν οι δον Κιχώτες, πού θα βρισκότανε σήμερα ο κόσμος; Σε ποια καθυστέρησι; Σε ποια άγνοια; Τίποτα το μεγάλο, το ωραίο, το παράτολμο και το αφιλοκερδές δεν θα είχε συντελεσθή. Ο κόσμος θ’ απετελείτο από ανθρώπους σαν εκείνους για τους οποίους ο Ουάιλδ είπε ότι βάζουν σκοπό στη ζωή τους να γίνουν καντυλανάφτες, ή κάτι παρόμοιο — και γίνονται. Δεν θα υπήρχε ποίησις, ούτε πέταγμα ψυχής. Η ατμόσφαιρα θάταν ξερή κι’ ο αέρας ανυπόφορος. Αν είνε να ευχόμαστε κάτι, ας είνε να μη δώση ποτέ ο Θεός να γελάσουμε με τον δον Κιχώτη γιατί έπαιρνε τους ανεμόμυλους για γίγαντες. Ευτυχής εκείνος που μπορεί να παίρνη πάντα στη ζωή του τους ανεμόμυλους για γίγαντες· που δεν γιατρεύτηκε από την παιδική του ηλικία, αλλά μπορεί πάντα να περιφέρεται από την πραγματικότητα στο όνειρο χωρίς να νοιώθη τα σύνορα που τα χωρίζουν· που δεν άφησε να μαραθή το κρίνο της φαντασίας, αλλά το ποτίζει πάντα με τον χυμό της ψυχής του. Εκείνος διευθύνει τη ζωή όταν όλοι οι άλλοι διευθύνονται απ’ αυτήν. Εκείνος είνε δημιουργός όταν όλοι οι άλλοι είνε δημιουργήματα. Δεν σημαίνει τίποτα αν χτυπήση το κεφάλι του σε τοίχους, αν θα προκαλέση το χαμόγελο των φρονίμων. Σαν τον δον Κιχώτη θα έχη κάνη από μία πεζή και ανούσια ζωή μία εξαίσια περιπέτεια, θα έχη νοιώση ψυχικές χαρές που οι άλλοι άνθρωποι δεν θα τις υποπτευθούν ποτές. Ω ναι! Αν είνε να ευχόμαστε κάτι, είνε να δίνη πάντα ο Θεός να πεθαίνουμε σαν τον δον Κιχώτη όταν συνερχόμαστε από την τρέλλα μας».

*Κείμενο του λογοτέχνη Κώστα Ουράνη (1890-1953), τμήμα σειράς ταξιδιωτικών άρθρων του αφιερωμένων σε «εικόνες και τοπεία της Ισπανίας». Το συγκεκριμένο κείμενο, που έφερε τον τίτλο «Στη Μάνσα, την πατρίδα του δον Κιχώτη», είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» την Κυριακή 9 Αυγούστου 1931.


Ο Κώστας Ουράνης

Ο διάσημος ισπανός συγγραφέας Μιγκέλ ντε Θερβάντες (Miguel de Cervantes) γεννήθηκε το 1547 (στις 29 Σεπτεμβρίου κατά την επικρατέστερη εκδοχή) και απεβίωσε στις 22 Απριλίου 1616.