Όταν τα «Νέα» μού είπαν «Ποιητή, γράψε ένα άρθρο για το Πάσχα», δεν θα με πιστέψετε, συγκλονίστηκα από συγκίνηση. Θυμάμαι το δάσκαλό μου τον κ. Παρασκευόπουλο στο δημοτικό, καθώς γυρίζαμε από τις διακοπές του Πάσχα, μου ’δινε ένα τρυφερό μπατσάκι και μου ’λεγε: «Λοιπόν, Δημητράκη, τι θυμάσαι από τις ωραίες μέρες των διακοπών; Θα μας γράψεις μια έκθεση που τα λες ωραία, να τη διαβάσουμε και όλοι μαζί να την ακούσουμε στην τάξη;» Από τότε, τόσο παλιά το τέρας της γραφής και της αφήγησης.

Άμα είναι κανείς καταδικασμένος να ζει με την πένα στο χέρι, πού, πότε και σε ποιους να πει όχι; Άλλωστε, γιατί; Έτσι κι αλλιώς το να αφηγείσαι είναι λέει προσόν, αλλά κανείς δεν ξέρει τι είναι να αφηγείσαι συνέχεια. Λέει, ο συγγραφέας στον «Γλάρο» του Τσέχωφ, στη νεαρά που τον θαυμάζει, γιατί ακριβώς είναι συγγραφέας: «Ξέρεις παιδί μου τι είναι να τελειώνεις ένα βιβλίο και να είσαι υποχρεωμένος να γράφεις ένα άλλο, και το κυριότερο να μην ξέρεις γιατί;» Ωστόσο, κάπου όλοι οι γραφιάδες ξέρουν γιατί. Για να υπάρξουν. Αλλιώτικα δεν υπάρχουν. Συνεπώς, ο παμπόνηρος επιμελητής της σελίδας ξέρει ότι ο ποιητής δεν μπορεί παρά να γράψει. Για το Πάσχα; Μα μετά τον Παπαδιαμάντη ποιος μπορεί να πλησιάσει με την ίδια κατάνυξη τον τρομερό συμβολισμό του; Όταν μάλιστα είναι αυτοεξόριστος στη Γαλλία του 1968 και έχει αφήσει πίσω του μια χώρα κάτω από τα πόδια των τανκς. Έτσι κι αλλιώς το μυστήριο του Πάσχα, η άνοιξη και το ανθρώπινο δράμα, μπορούν και είναι ένα κουβάρι αξεδιάλυτο που μας παρακολουθεί, τουλάχιστον τους ορθόδοξους ή εκείνους που τα πρώτα χρόνια της ζωής τους γεύτηκαν παιδιά μέσα από τα «εγκώμια» της εκκλησίας το «γλυκύ έαρ, το γλυκύτατο τέκνον», ήχο, μελωδία και λόγο πνιγμένο από την οδύνη της δικτατορίας και από τα σύννεφα της βορινής Γαλλίας, μ’ όλο τον κόσμο των διωγμένων γύρω του, να συνωθείται στη φιλόξενη Γαλλία, για να κερδίσει το ψωμί του, να κρατήσει το ηθικό ψηλά, να «αντισταθεί» στον παραλογισμό και την παραβίαση κάθε συνταγματικής και ηθικής αξίας, και να ’ρχεται κάθε μέρα και πιο κοντά το Πάσχα, το Πάσχα της Ελλάδας, με την άνοιξή της, τη γη της, τις μυρωδιές της, την ευδία (σ.σ. καλοκαιρία, ηρεμία, ευτυχία) της αγαθής μορφής του Άδωνι, που ξεπροβάλλει, δυνατός, σεμνός, γνώστης και σοφός, μέσα από τα κρύσταλλα του χειμώνα και να σπρώξει τη ζωή του ανθρώπου, μύστη και προσκυνητή τής ακόμα μια φορά ένδοξης περιφοράς του ήλιου μέχρι την άλλη άνοιξη.


«ΤΑ ΝΕΑ», 28.4.1989, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο βοριάς δεν το ξέρει το Πάσχα, ξέρει περίεργα, όπως και ζει, τα Χριστούγεννα. Ο βοριάς ανασταίνεται σιωπηλά, ήρεμα, σχεδόν παθητικά, μέσα σ’ ένα φως που δεν είναι έκρηξη, αλλά μια απαλή περιφορά του ήλιου, πάνω στις υγρές πεδιάδες και στις πόλεις. Όπως και στην πόλη Αβραί. Θυμάστε το φιλμ, τους αργούς ρυθμούς, την ερωτευμένη και παθητική Δελφίγκ Σιρίγκ πρωταγωνίστρια να περνάει σαν σκιά στη σιωπηλή πόλη μέσα στο πλαίσιο της βορινής ηρεμίας και διακριτικότητας;

Τι θέλαμε τώρα εμείς, οι πολιτικοί πρόσφυγες Πάσχα, στη Ville d’Avrais;

Έλα ντε. Αυτά θέλει η παράξενη μοίρα, της χώρας και της πολιτικής. Ένα τσούρμο, στη Ville d’Avrais. Εμείς που παρακολουθήσαμε το φιλμ στο «Παλλάς» και σε άλλες αίθουσες, ως και σε καλοκαιρινά σινεμά, και φύγαμε μ’ αυτό το adagio μέσα στην ψυχή μας, ξαφνικά έπρεπε να γιορτάσουμε την Ανάσταση του Κυρίου και να ελπίσουμε στην Ανάσταση της Ελλάδας στην πιο «μόλτο πιανίσιμο» πόλη της Γαλλίας.

— Τι θα γίνει, Πάσχα έρχεται. Θα κάνουμε τίποτα;

— Ο Μίμης τον κοιτάει, απορημένος. Ποιο Πάσχα;

— Βρε συ, τη Δευτέρα αρχίζει Μεγάλη βδομάδα.

Έχει μείνει να τον κοιτάει σαν χαζός, μπροστά στη βαθιά αλλαγή, χρόνου, ημερομηνιών, αποστάσεων. Εδώ στο Παρίσι Πάσχα, τι Πάσχα; Υπάρχει τέτοια γιορτή; Δεν τέλειωσε εκεί κάτω πέρσι τον Απρίλη;

— Όχι, του λέει. Πάσχα θα γιορτάσουμε στην Ελλάδα, άμα πέσει η χούντα.

— Βρε συ, του λέει, για να πέσει η χούντα πρέπει να γιορτάσουμε πρώτα το Πάσχα.


«ΤΑ ΝΕΑ», 28.4.1989, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Του αρέσει η ιδέα. Βέβαια, έχει δίκιο, τίποτα δεν πρέπει να ξεχάσουμε. Κάθονται στο καφενείο απέναντι από το ατελιέ του Κανδύλη, που εργάζεται η Μαρία και περιμένουν να κατέβει. Η οδός Ντοφίν είναι γλυκιά, ήρεμη, με τα φορτωμένα από το χρόνο κτίρια του Καρτιέ Λατέν, τα μαγαζιά από κάτω στα ισόγεια. Σαρκουτερί, μπουτίκ, χαρτοπωλεία, αποθήκες, βιβλιοπωλεία, όλο το Καρτιέ μυρίζει τέσσερις τουλάχιστον αιώνες ιστορία, και τα παβέ, η πέτρινη στρώση των δρόμων και τα πετσικαρισμένα στα πλάγια κτίρια, από τη βροχή και τη φθορά.

Ωστόσο, όρθια να κρατάνε κει στην αγκαλιά τους μνήμες, από τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, μέχρι το σπίτι που γεννήθηκε ο Ρασίν και μέχρι την αυλή, την κουρ-ντε Ροάν, που σφάξανε με τη δίδα Κοντέ τον Μαρά οι αντίπαλοί του, και μέχρι την πλακόστρωτη αυλή που στήθηκε για πρώτη φορά η εφεύρεση του ιατρού Γκιγιοτέν, η περίφημη γκιλοτίνα. Όλα αυτά εδώ γύρω, ακόμα και τα τυπογραφεία των αδελφών Ντιντό, που τύπωναν προκηρύξεις των φιλελληνικών οργανώσεων του 1821 και ακόμα τα βιβλία του Κοραή. Εδώ λοιπόν, Πάσχα; Πάσχα ελληνικό;

— Και αρνί πού θα βρούμε;

— Να.

Και του δείχνει απέναντι το χασάπικο με τ’ αρνιά κρεμασμένα και τον περιποιημένο, καθαρό σαν γιατρό χασάπη της Μπουσερί, τον μεσιέ Σαρλ Ντονά.

— Λες;

— Λέω.

— Και πού θα το ψήσουμε; Και πού θα βρούμε σούβλα;

— Τώρα θα κατέβουν και οι άλλοι και θα τα πούμε. Οι άλλοι είναι οι αρχιτέκτονες που δουλεύουν στον Κανδύλη, ο Αυγουστίνος, η Μαρία, η Μάρθα, η Μαγδαληνή και όλο το εορτολόγιο στα ονόματα των ορθοδόξων και μη εξαιρετέων Ελλήνων.

— Πού θα το ψήσουμε; Στην αυλή του σπιτιού μου.

— Πού βρε συ, στη Βιλ ντ’ Αβραί;

— Αμέ.

Ο Γιάννης βάζει τα γέλια.

— Ρε Μάρθα, εκεί είναι για ρομαντικά φιλμ, δεν είναι για σούβλες, αρνιά και ελληνικό γλέντι. Θα μας πάρουν με τις πέτρες οι Γάλλοι.

— Τότε πού αλλού;

— Τότε πού αλλού; Πουθενά.

Όλο το θέμα είναι να ψηθεί αρνί, με σούβλα και γούβα πάνω στο χώμα, και όπως όλοι μένουν σε δωμάτια και δωματιάκια δεν έχει περιθώριο για τέτοια.

— Ενώ εκεί, συνεχίζει η Μάρθα, είμαι στο ισόγειο, η αυλή είναι μπροστά, θα ξηλώσουμε ένα κομμάτι γκαζόν με προσοχή, θα σκάψουμε, θα ψήσουμε, θα το γλεντήσουμε και το πρωί θα βάλουμε το γκαζόν στη θέση του, αφού βουλώσουμε την τρύπα, και ούτε γάτα ούτε ζημιά.

— Το μυαλό σου και μια λίρα. Οι Γάλλοι θα φέρουν το «εκατό» και θα πάμε όλοι μέσα.

— Πολύ ωραία, εξόριστοι για εξόριστοι, τι έξω τι μέσα. Δεν στήνουμε κι ένα χορό στο κρατητήριο, «στη στεριά φέρ’ ειπείν δεν ζει το ψάρι»;

— Και η έξωση που θα σου κάνουν;

— Όπου γης και πατρίς, όπου τρώγλη και κατοικία εξόριστου, κάτι θα βρω.


Η Μάρθα έχει ενθουσιαστεί, η Βιλ ντ’ Αβραί έχει αποφασιστεί να γνωρίσει τι θα πει «ανιό (σ.σ. agneau, αρνί) αλά παλικάρ», όπως το γνώρισε επί πρεσβείας Κωλέττη, τον 19ο αιώνα, το Παρίσι, και η παράδοση θα συνεχιστεί.

Τα νέα είναι άσχημα από την Ελλάδα, η χούντα συνεχίζει τις συλλήψεις και τα ραπόρτα που φτάνουν δεν είναι καθόλου καλά.

Μια ομάδα συνελήφθη, μια αποστολή χρημάτων καρφώθηκε και πιάσαν το σύνδεσμο, κι ενώ έχουν σηκώσει το γκαζόν και φτιάχνουν τη γούβα για να βάλουν τα κάρβουνα, ο Αυγουστίνος, που ’χει αναλάβει να βρει κάρβουνα και να φτιάσει σούβλα σε φίλο του σιδερά, αργεί και δεν έχει φτάσει ακόμα.

— Κάντηνε βαθιά Γιάννη, να μπούμε όλοι μέσα, φωνάζει ο Μίμης, καθώς τα νέα έχουν καθίσει σαν μολύβι στην καρδιά τους και ο Βαμβακάρης στο πικ-απ δίνει τη μάχη για την αναστήλωση του ηθικού. Από κρασί, άλλο τίποτα. Η Γαλλία πλέει στο κρασί, από μποζολέ και τα τοιαύτα μέχρι «μπόμπα» για τους φουκαράδες. Έχουν ήδη πιει αλλεπάλληλες μποτίλιες την ώρα που φτάνει ο Αυγουστίνος με τα κάρβουνα και τη σούβλα, μια σούβλα τεραστίων διαστάσεων, να ψήσεις τον Παττακό την έκανες Αυγουστίνε, του φωνάζει ο Γιάννης.

Σουβλίζουν τ’ αρνιά, ανάβουν τα κάρβουνα και τα ζεϊμπέκικα έχουν αρχίσει, με τους Γάλλους συγκατοίκους να έχουν βγει στα παράθυρα πρωί πρωί πια και να βλέπουν την καταστροφή της ζαρντινιέρας τους της αυλής να ολοκληρώνεται από καπνούς, και κάτι παράξενα όντα που χορεύουν βάρβαρους χορούς να φωνάζουν «ζήτω το Πάσχα», «ζήτω η Δημοκρατία», «στ’ άρματα, στ’ άρματα», και να μην μπορούν να καταλάβουν τι συμβαίνει.

— Λέω να κάνουμε μια αντιπροσωπεία, λέει ο Μίμης, και ν’ ανεβούμε τα πατώματα και να τους πούμε ότι το «κακό» που βρήκε την Βιλ ντ’ Αβραί είναι προσωρινό, ότι η Ελλάδα φιλοξενείται από την πόλη τους και πως όλα γίνονται για το μεγαλείο της Δημοκρατίας.

Το καταλάβανε οι Γάλλοι με πάσα επιφύλαξη, και ιδίως η αποκατάσταση από τους φίλους αρχιτέκτονες, που είναι πολλοί στην παρέα, αύριο πρωί πρωί του γκαζόν κάπως τους παρηγόρησε κιόλας, αλλά το τι θα γινότανε καθώς θα προχωρούσε η μέρα και καθώς πλακώνανε απ’ όλες τις γωνιές του Παρισιού, στην Βιλ ντ’ Αβραί, οι παρέες των Ελλήνων εξορίστων που μάθανε για το «Πάσχα Ελλήνων» στην αυλή της Μάρθας, ήτανε αδύνατο να το υπολογίσουν.

Όσο να πάει μεσημέρι, σείεται η Βιλ ντ’ Αβραί από τις φωνές και τους δίσκους στο πικ-απ που έφερναν μαζί τους και που εξελίχτηκε σε πανηγύρι της Κακάβας.

Ένα κορίτσι, μια Γαλλίδα, ψηλή, γλυκιά, κομψή, καταγάλανη και με ερευνητικό μάτι, έχει από νωρίς κατέβει στην αυλή, πίνει κι αυτή μαζί με τους Έλληνες εξορίστους, γελάει και συμμετέχει, πάντα στη γωνιά και προσπαθώντας να καταλάβει τι είναι όλο αυτό.

— Πώς σας φαίνεται ο τρόπος που γλεντάνε οι Έλληνες το Πάσχα τους, την ρωτάει ο Μίμης και της βάζει κρασί στο ποτήρι.

— Πολύ ενδιαφέρον, λέει το γνήσιο παιδί του Ντε Καρτ. Όμως, μια θρησκευτική γιορτή δεν πρέπει να ’χει κατάνυξη;

— Είναι πανάρχαιο έθιμο το Πάσχα, συνεχίζει τις γιορτές της άνοιξης των Ελλήνων από τα αρχαία χρόνια.

— Σοβαρά;

— Ναι.

— Και είχε αρνιά τότε η Ελλάδα;

— Μόνο αρνιά είχε, άλλα δεν είχε.

— Ναι;

— Ναι.

— Πολύ ενδιαφέρον. Και σεις είστε τώρα πολιτικοί εξόριστοι;

— Ακριβώς.

— Και πού το βρίσκετε τόσο κέφι;

— Οι Έλληνες όταν γλεντάνε είναι πολύ σκεφτικοί. Όταν έχουν κάτι πολύ ευχάριστο σιωπούν.

— Μη μου το λέτε. Κι εγώ τώρα που έχω πολλούς λόγους να είμαι στενοχωρημένη, πρέπει να γλεντήσω;

— Ακριβώς.

— Και πώς θα γίνει αυτό;

Ο Μίμης κοντεύει να κρεπάρει από την πλάκα που της κάνει. Είναι αξιαγάπητη.

— Θέλεις να σου μάθω έναν ελληνικό χορό, τον λένε χασάπικο.

Ξαφνικά, βλέπουν τη Γαλλίδα να χορεύει χασάπικο με τον Μίμη και ω του θαύματος τους Γάλλους να κατεβαίνουν από τα πατώματα της πολυκατοικίας και να ’ρχονται δειλά δειλά ξεθαρρεμένοι από τη δικιά τους και να παίρνουν μέρος στο γλέντι.

Σε λίγο «Ελλάς – Γαλλία συμμαχία» και «βιβ λα Ντεμοκρασί» και «βιβ λα λιμπερτέ». Σκοτείνιασε στην Βιλ ντ’ Αβραί και έχουν βγει ακόμη και στο δρόμο και χορεύουν.

— Παράξενος λαός οι Έλληνες, λέει η καταγάλανη, κοιτάτε τι κάνατε, όλη η πολυκατοικία ήθελε να φωνάξει την αστυνομία και τώρα χορεύει μαζί σας.

— Δεν είναι μόνο οι Έλληνες, είναι και η Δημοκρατία, δεν είναι έτσι;

Του ’δωσε ένα φιλί που το θυμάται ακόμα και χάθηκε στις παρέες των Γάλλων.

Να είσαι καλά Ζακελίν, έχουν περάσει είκοσι χρόνια, κάπου θα ’χεις δυο παιδιά τώρα περίπου, και θα ζεις ποιος ξέρει πού, στην Βιλ ντ’ Αβραί, το «Πάσχα των Ελλήνων», τη Δημοκρατία και τον Μίμη που σου ’μαθε χασάπικο, θα τους θυμάσαι Ζακελίν, γαλανομάτα, έτσι δεν είναι; Σάματις ξέχασαν οι εξόριστοι τη Γαλλία και σάματις ξέχασαν την Βιλ ντ’ Αβραί, όσοι ήσαν κείνη την ημέρα εκεί; Όσο για τη Δημοκρατία, έλα Ζακελίν στην Ελλάδα, κουτσαίνει πού και πού, αλλά λάμπει σαν τα μάτια σου.

*Κείμενο (ανέκδοτο διήγημα) του Δημήτρη Χριστοδούλου, που έφερε τον τίτλο «Πάσχα στη Ville d’Avrais» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» στις 28 Απριλίου 1989, Μεγάλη Παρασκευή.

Ο Δημήτρης Χριστοδούλου, αξιόλογος ποιητής, συγγραφέας (πεζογραφήματα και θεατρικά έργα) και στιχουργός, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 1924 και απεβίωσε στις 5 Μαρτίου 1991.

Την περίοδο της δικτατορίας ο Χριστοδούλου επέλεξε το δρόμο της αυτοεξορίας στο Παρίσι.