Ένας ποιητής. Ο Αριστομένης Προβελέγγιος. Τώρα, αρχίζοντας να γράφω, εθυμήθηκα μια ιστορία μου, της οποίας την σχέση με τις πρώτες λέξεις του σημειώματος αυτού εύκολα θα συλλάβει ο αναγνώστης. Είναι ένα από τα ζητήματα της γλωσσικής ευαισθησίας, που εμένα με απασχολούν πολύ, χωρίς να βρίσκω πάντοτε την ποθητή ανταπόκριση στους συναδέλφους μου ή στο αναγνωστικό κοινό. Λίγο μετά την επίθεση του φασισμού ο Ιωάννης Μεταξάς εκάλεσε σε πνευματική επιστράτευση όσους ενόμιζε ή ενόμιζαν ότι κάτι θα μπορούσαν να προσφέρουν «με την πέννα» στον εθνικό συναγερμό. Μαζί με τους άλλους, κι εγώ: όλες οι πολιτικές, οι ιδεολογικές αποκλίσεις είχαν καταλυθεί, και η ορμή του πολέμου αποτελούσε την συνισταμένη όλων των ελληνικών δυνάμεων. Έτσι, σε μια ομιλία μου στο Ραδιόφωνο, το έφερε ο λόγος να μιλήσω και για τον ίδιο τον Μεταξά· και έγραψα απλώς «ο Κυβερνήτης». Μα είχε την γνώμη της και η Λογοκρισία: μία κόκκινη μολυβιά εδιόρθωσε στο σημείο τούτο το κείμενό μου, και το έκανε «ο μεγάλος Κυβερνήτης». Το συγγραφικό μου φιλότιμο είταν κατά είκοσι και περισσότερα χρόνια ακμαιότερο από όσο είναι σήμερα, και έτσι δεν εδίστασα να εγκαλέσω τον αδέξιο διορθωτή στον Προϊστάμενό του, έναν οξύτατο δημοσιογράφο: «Τι είναι περισσότερο να πει κανείς για έναν άνθρωπο, ο Κυβερνήτης ή ο μεγάλος Κυβερνήτης;». Εκείνος απάντησε αμέσως, χωρίς δισταγμό: «Ο Κυβερνήτης». Οξύτατος, αλήθεια, ο Προϊστάμενος, και με την πρέπουσα στο επάγγελμα του λογίου γλωσσική ευαισθησία.


Ο ποιητής. Επιδέχεται κι εκείνος αναρίθμητους χαρακτηρισμούς: μεγάλο, μείζονα, ελάσσονα, μπορούμε να τον πούμε, ευγενικό, εξαίσιο, μεγαλόπνοο, χαριτωμένο, τρυφερό, αβρό, στοχαστικό, φιλόσοφο, αφήνοντας στην άκρη άλλες πιο φιλολογικές διακρίσεις. Μα επάνω από όλα αυτά στέκει κυρίαρχος, απόλυτος, ο ποιητής· κανένα επίθετο δεν μπορεί να τον καταστήσει πιο σημαντικό, να τον τοποθετήσει σαφέστερα στην σεβάσμια ιερατική θέση που του ανήκει. Και αφού αναγνωρίσουμε το θεϊκό τούτο προνόμιο στο έργο ενός ανθρώπου, ύστερα μπορούμε, για να συνεννοηθούμε πληρέστερα με τον αναγνώστη μας, να αρχίσουμε τους χαρακτηρισμούς, τις διακρίσεις. Ας προσθέσω, μάλιστα, ότι οι διακρίσεις αυτές, αν δεν έχει κανείς όρεξη να ξεπέσει σε αφόρητες συμβατικότητες, ή σε ό,τι ονομάζουμε, νεοελληνικά, κοσμητικά επίθετα, οι διακρίσεις, λέω, αυτές δεν είναι πάντοτε όσο φαίνονται εύκολες. Είναι μερικοί που, αφού τους απονείμουμε υπεύθυνα και συνειδητά το τίμιο όνομα του ποιητή, μένουμε σαν διστακτικοί προκειμένου να προχωρήσουμε σε έναν ειδοποιό προσδιορισμό· έρχονται, δηλαδή, ώρες όπου νιώθουμε πως ό,τι πάμε να προσθέσουμε στον τίτλο τούτον, κινδυνεύει να θολώσει την διαύγειά του, να ελαττώσει την μοναδικότητά του, να τον ευτελίσει.


Αυτό συμβαίνει και προκειμένου να μιλήσει κανείς για τον Αριστομένη Προβελέγγιο. Κατορθώνει μέσα στο έργο του, και πιο καθολικά μέσα στο πέρασμά του από την πνευματική ζωή του νέου ελληνισμού, να δίνει την αίσθηση του καθαρού ποιητικού λόγου, του λυτρωμένου από ό,τι δεν είναι ποίηση. Τούτο τον ξεχωρίζει από την πλειάδα των εκλεκτών λογίων, όσοι, ξεκινημένοι λίγο ύστερα από εκείνον, εχάραξαν τόσο βαθιά με το πέρασμά τους τα γράμματά μας, ακριβώς γιατί δίπλα στην ποίηση, ή πέρα από την ποίηση, έφερναν στην πνευματική μας κοινωνία άλλα συστατικά, λιγότερο αιθέρια από εκείνην, λιγότερο απόκοσμα, πιο σύμφωνα με κάποιες άμεσες ανάγκες τού τότε ελληνισμού. Ο Προβελέγγιος αντιμετώπισε τον κόσμο, και συνεπώς τον ελληνισμό, όχι από την σκοπιά μιας υψηλής χρησιμοθηρίας, όπως η λεγόμενη γενεά του 1880, αλλά από μιαν άποψη υπερκόσμια σχεδόν, ενός λυρικού ιδανισμού ασυμβίβαστου με την βιαιότητα των όποιων αγώνων. Βέβαια, τούτο κατασταίνει την μνήμη του ιστορικά αδύναμη, αλλά δεν χειροτερεύει κατά τίποτε την ποιότητα του λυρισμού του, την ποιητική του προσφορά στον νέο ελληνισμό.

Εικοσιπέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, θάνατο που έφθασε αργά, όταν ο ποιητής μπορούσε πια να νιώθει τον εαυτό του ολότελα ξεπερασμένο, ξαναπιάνουμε το έργο του με εμπιστοσύνη: λίγο δεμένο με την επικαιρότητα, την οποιαδήποτε επικαιρότητα, επηρεάζεται αντίστοιχα λίγο από την παρέλευση του χρόνου. Φυσικά, η σκληρή και παρήγορη απόφανση του μεγάλου σοφού, σύμφωνα με την οποία «ο θαυμασμός είναι πάντοτε ιστορικός», ισχύει και για τον Προβελέγγιο. Ωστόσο και το κύρος αυτού ελαττώνεται προκειμένου για περιπτώσεις ακριβώς όπως του Προβελέγγιου, ποιητών, δηλαδή, που δεν επεδίωξαν να ενταχθούν στην ιστορία. Άλλωστε, κι’ αν επιχειρήσουμε να τον κοιτάξουμε μέσα στην ροή των ιστορικών φαινομένων, πάλι θα πούμε ότι η θέση την οποία κατέχει είναι ζηλευτή: με την κλασικότροπη διάθεσή του, με τον ιδανισμό του, με την λιτότητα και την απλότητα των μέσων του, ανοίγει λαμπρά τον δρόμο στην καινούρια γενεά που θα απαλλάξει την νέα μας ποίηση από τον εφιάλτη του ρωμαντισμού και θα την φέρει προς τα καινούρια της πεπρωμένα.

[…]

*Κείμενο του Κ. Θ. Δημαρά αφιερωμένο στο λογοτέχνη Αριστομένη Προβελέγγιο. Είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Παρασκευή 2 Ιουνίου 1961.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 2.6.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Γεννημένος στη Σίφνο το 1850, ο ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και ακαδημαϊκός Αριστομένης Προβελέγγιος σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ακολούθως μετέβη στη Γερμανία, όπου σπούδασε επί πέντε έτη και αναγορεύτηκε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Ιένας.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 2.6.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Πνεύμα ανήσυχο και άνθρωπος με ευρεία μόρφωση, ο Προβελέγγιος υπήρξε ένας λογοτέχνης με λεπτή αντίληψη και εξελιγμένη καλαισθησία, πλούτο εμπνεύσεων και βάθος σκέψεων.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 10.4.1936, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Κινηθείς στο μεταίχμιο δύο κόσμων, της Παλαιάς και της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, ο Προβελέγγιος κατέλιπε έργα λυρικά, δραματικά και φιλοσοφικά, καθώς και μεταφράσεις, όλα τους με αξιοπρόσεκτη αντοχή στο πέρασμα του χρόνου.


«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 10.4.1936, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Προβελέγγιος έγραψε κατ’ αρχήν σε μεικτή γλώσσα· υπήρξε οπαδός της καθαρεύουσας, αλλά κατόρθωσε να αισθανθεί και να εκφράσει το κάλλος της δημοτικής στην ποίηση.

Στα σημαντικότερα έργα του κατατάσσονται οι μεταφράσεις του «Φάουστ» του Γκαίτε (1887) και του «Λαοκόοντος» του Λέσινγκ (1902).

Ο Προβελέγγιος υπήρξε ένα από τα πρώτα διορισθέντα μέλη της Ακαδημίας Αθηνών (1926), στην Τάξη των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών.

Ο Αριστομένης Προβελέγγιος απεβίωσε στη γενέτειρά του, τη Σίφνο, στις 8 Απριλίου 1936.