Συμβαίνει και στις καλύτερες δημοκρατίες να πέφτουν οι κυβερνήσεις διά των αυτοτραυματισμών τους. Συμβαίνει είτε όταν δεν υπάρχει μείζον γεγονός για να προκαλέσει την πτώση τους είτε όταν δεν υπάρχει ικανή αντιπολίτευση. Οταν, με λίγα λόγια, τη δυναμική των πραγμάτων υποκαθιστά η θεωρία του «ώριμου φρούτου».

Η υπόθεση της παρακολούθησης Ανδρουλάκη είναι το «μείζον γεγονός» που, ανάμεσα σε άλλα μείζονα γεγονότα, η κυβέρνηση προκάλεσε μόνη της. Δεν έφερε χιλιάδες μετανάστες στον Εβρο για να «εργαλειοποιήσει» το Μεταναστευτικό, δεν της ξέφυγε κάποιος κορωνοϊός από τα εργαστήριά της, δεν κήρυξε πόλεμο στη Ρωσία. Οι μυστικές της υπηρεσίες παραδέχθηκαν όμως ότι παρακολουθούσαν τουλάχιστον έναν δημοσιογράφο και έναν αρχηγό κόμματος.

Θα ήταν και μια σοβαρή απόπειρα αυτοτραυματισμού, κατάλληλη να πυροδοτήσει πολιτικές εξελίξεις, εάν η κοινή γνώμη δεν απέβαλε την ιστορία ως ένα επεισόδιο ήσσονος σημασίας. Εντάξει, έγινε, αλλά τελείωσε. Το έκαναν αλλά αυτά έκαναν και οι άλλοι. Συνέβη, αλλά υπάρχουν σοβαρότερα που συμβαίνουν.

Το βλέπει κανείς μία ΔΕΘ και τρεις δημοσκοπήσεις μετά. Η κοινή γνώμη δεν προσλαμβάνει την υπόθεση ούτε ως «σκάνδαλο» ούτε ως «ζήτημα δημοκρατίας» που λέει ο Ανδρουλάκης. Το «πριν» και το «μετά» των πολιτικών συσχετισμών παραμένει σχεδόν αμετάβλητο. Αν λοιπόν αναζητούσε κανείς ένα «σημείο καμπής» της πρώτης θητείας της κυβέρνησης θα έπρεπε να το αναζητήσει αλλού – ψάχνοντας τους «κοριούς» θα ήταν σαν να ψάχνει ψύλλους στ’ άχυρα.

Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει ένα «πριν» και ένα «μετά». Αν εντός των τειχών οι παρακολουθήσεις δεν διατάραξαν και πολύ την εσωτερική μακαριότητα, εκτός φαίνεται να έφεραν τη χώρα σε ένα κάποιο καθεστώς επιτήρησης. Κι αν στο εσωτερικό το κεντρώο προφίλ του Κυριάκου Μητσοτάκη απλώς θάμπωσε για μερίδα ψηφοφόρων του Κέντρου, στο εξωτερικό το φιλελεύθερο δεν φαντάζει πια και τόσο φιλελεύθερο. Ποιος είναι ο πραγματικός Μητσοτάκης; Εκείνος που χειροκροτείται στο Κογκρέσο ή εκείνος που ελέγχεται από επιδραστικά διεθνή μέσα για επαναπροωθήσεις και παρακολουθήσεις;

Το ερώτημα δεν αφορά αποκλειστικά το πρόσωπο. Μετά τις εκλογές του ’19, η αναβάθμιση του προφίλ της χώρας ταυτίστηκε με το προφίλ του πρωθυπουργού της. Στις κάλπες υποτίθεται πως δεν ηττήθηκε απλώς ο λαϊκισμός, αλλά πως έπνευσε ένας άνεμος φιλελευθερισμού που θα εξαφάνιζε τη σκόνη από τους πληγωμένους θεσμούς και τις αγκυλώσεις από την οικονομία. Από σχεδόν παρίας, η χώρα θα συστηνόταν ξανά ως ένα υποδειγματικό θαύμα. Τι συμβαίνει όμως στην Ελλάδα;

Μια συγκυβέρνηση με την Ελληνική Λύση θα ήταν η τελευταία απάντηση που θα ωφελούσε το προφίλ του Πρωθυπουργού και της χώρας του. Οχι μόνο επειδή μετά την εμπειρία της Αριστεράς θα φαινόταν πως και η Δεξιά στην Ελλάδα έχει ανάγκη τον Καμένο της. Αλλά και επειδή στο μείγμα συνωμοσιολογίας και πουτινολαγνείας που καλλιεργεί ο επικεφαλής του κόμματος αντιστοιχίζονται οι δύο μεγάλες κρίσεις της περιόδου: μία πανδημία κι ένας πόλεμος. Πόσους αυτοτραυματισμούς να αντέξει κανείς;