Είκοσι χρόνια πέρασαν από τον πρόωρο, τον αδόκητο θάνατό του, και ο Ιωάννης Συκουτρής εξακολουθεί να παραμένει ολοζώντανος μέσα στη μνήμη των μαθητών του. Το γεγονός τούτο δεν είναι διόλου συνηθισμένο· απεναντίας αποκαλύπτει μιαν ιδιαίτερη, αξιοπρόσεχτη πτυχή της προσωπικότητάς του.

Δεν έτυχε να γνωρίσω από κοντά τον Συκουτρή· παρακολουθούσα με θαυμασμό τα δημοσιεύματά του, και μια φορά μονάχα –νομίζω– αλληλογραφήσαμε, με αφορμή ένα δικό μου βιβλίο (από τα πρώτα της νεότητας τολμήματα), τότε που εκείνος βρισκότανε στην Κύπρο κ’ εγώ στην Αίγυπτο. Γνωρίζω όμως πολλούς φίλους του και ιδίως μαθητές του που συχνά μου μιλούν με απεριόριστην ευλάβεια και εκτίμηση για τον αδικοχαμένο «Δάσκαλο». Όταν αναφέρουν το όνομά του, και αναπολούν τις ώρες που τον άκουγαν να διδάσκει από την πανεπιστημιακή έδρα ή να συζητεί μαζί τους σ’ εκδρομές και περιπάτους, ξεχειλίζει η συγκίνησή τους, μιλούν με ενθουσιασμό για τη βαθιάν απήχηση που είχε μέσα τους ο λόγος του, με ευγνωμοσύνη αναγνωρίζουν το τι του χρωστούν και με θλίψη ομολογούν ότι μαζί του έχασαν κάτι το μεγάλο και το ανεκτίμητο, από εκείνα τα σπάνια αγαθά που γεμίζουν και υψώνουν, που εξωραΐζουν τη ζωή. Και είναι αξιοσημείωτο ότι όσο περνούν τα χρόνια, όσο οι ίδιοι οι μαθητές ωριμάζουν, με την πείρα της ζωής και τη μελέτη, τόσο όχι μόνο δεν ξεθωριάζει η εικόνα του Δασκάλου, αλλά γίνεται πιο έντονη και πιο οδυνηρή η ανάμνησή του.

Αυτό σημαίνει ότι ο Ιωάννης Συκουτρής δεν έμοιαζε καθόλου με εκείνους που για να σταδιοδρομήσουν επαγγελματικά ή για να προβληθούν κοινωνικά αναρριχώνται στις πανεπιστημιακές έδρες, αλλά αισθάνονται το διδακτικό λειτούργημα σαν ασήκωτο βάρος, δυσάρεστο και βασανιστικό. Γιατί τέτοιους δασκάλους μόνο με απέχθεια και θυμηδία τούς θυμούνται οι νέοι στα χρόνια της ωριμότητας. (Τι να διατηρήσει η μνήμη από το πέρασμά τους; Το πληκτικό το μάθημα ή το μίσος και τη χαιρεκακία τους στις δύσκολες ώρες των εξετάσεων;) Άλλος, εντελώς διαφορετικός τύπος ήταν ο Συκουτρής· των μαθητών του ο θαυμασμός και η αφοσίωση είναι τεκμήριο αψευδές ότι ήταν φτιαγμένος από το σπάνιο ύφασμα του γνήσιου Δασκάλου, ότι τον έκαιγε το άγιο πάθος της διδαχής, και στην αναστροφή του με τους νέους, την ώρα που πνευματικά επικοινωνούσε μαζί τους, γινότανε εμπνευστής και οδηγός τους.

Ας φαίνεται παράξενο – ο καλύτερος κριτής του Δασκάλου είναι ο μαθητής. Ακόμη και όταν, παρασυρμένος από εφήμερες εντυπώσεις, υποτιμά ή υπερτιμά τις ικανότητες και τις διαθέσεις των δασκάλων που τον «έβλαψαν» ή τον «ωφέλησαν», στο βάθος της ψυχής του, με την οξύτατη αίσθηση της δικαιοσύνης που έχει ο αγνός στα χρόνια της πρώτης νεότητας οργανισμός, ξέρει (ή μαθαίνει, με αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις) να τοποθετεί τον καθένα στη θέση που του ανήκει και με ακρίβεια να ζυγίζει τη δική του προς αυτόν οφειλή. Και εδώ γίνεται ευεργετικός ο χρόνος· με τον καιρό οι ελαφρές και επιπόλαιες κρίσεις κάνουν τόπο σε σταθμίσεις σοβαρότερες, αντικειμενικότερες, και πάντα στο τέλος βγαίνει κερδισμένος, με μόνιμα δηλαδή δικαιώματα στο σεβασμό και στην ευγνωμοσύνη μας, όχι ο δάσκαλος που ήξερε να γίνεται απλώς ευχάριστος, αλλά εκείνος που έδωσε (ακόμη και με τη σκληρότητα ή τις αδυσώπητες απαιτήσεις του) στηρίγματα αληθινά, φως στη ζωή μας. Σε τελευταία λοιπόν ανάλυση, το καλύτερο για το Δάσκαλο εγκώμιο είναι να μένει πάντα ζωντανός στη συνείδηση των μαθητών του, και μ’ ευλάβεια να ανακαλεί την εικόνα του η μνήμη τους.

Με μέτρο το κριτήριο τούτο, ο Ιωάννης Συκουτρής υψώνεται στην πρώτη γραμμή των εκλεκτών Δασκάλων που εγνώρισε το Πανεπιστήμιό μας: νέος πολύ (ολόκληρος άστραψε κ’ έσβησε μέσα σε λίγα χρόνια) εδίδαξε τα Κλασσικά Γράμματα σε πλήθος νέων που παρακολουθούσαν τη διδασκαλία του κρεμασμένοι από τα χείλη του και σήμερα ορκίζονται στο όνομά του. Ακόμη και δεσμός μεταξύ τους, στερεός και διαρκής, έγινε η αγάπη που είχαν στον κοινό Δάσκαλο όσο ζούσε, και η λατρεία τους αφότου τον έχασαν. Όλοι υψώνουν τη φωνή με θέρμη όταν είναι ανάγκη να υπερασπισθούν τη μνήμη του από κακοπροαίρετες επικρίσεις, και με συγκίνηση τρυφεραίνουν τον τόνο της άμα προφέρουν το όνομά του. Λίγοι δασκάλοι (στον τόσο φειδωλό τόπο μας) αξιώθηκαν να γνωρίσουν τόσο θαυμασμό από τους μαθητές τους όσο ο Ιωάννης Συκουτρής. Αξιοδάκρυτα ατυχής σε άλλες σφαίρες της ζωής, υπήρξε ζηλευτά τυχερός στο κεφάλαιο τούτο.


Ακόμη και αν ως φιλόλογος και κριτικός δεν κατακτούσε ο Συκουτρής, με τις σπάνιες ικανότητες και το μόχθο του, τη θέση που κατέχει σήμερα στην Κλασσική Φιλολογία μας, θα έφτανε και μόνη η πλούσια διδακτική του δράση, η απήχηση που είχε ο λόγος του στην ψυχή των μαθητών του, επάξια να του εξασφαλίσουν μιαν ιδιαίτερη σελίδα μέσα στην ιστορία της νεοελληνικής παιδείας. Πώς εξηγείται η διδακτική του επιτυχία από την πανεπιστημιακή έδρα και από το βήμα των ιδρυμάτων, όπου έκανε τις διαλέξεις του; Σε ποια άραγε προσόντα του να οφείλεται ο πανθομολογούμενος σ’ αυτόν τον τομέα της πνευματικής δραστηριότητας θρίαμβός του;

Δεν είχε τα ρηχά και εξωτερικά χαρίσματα (παράστημα, μέταλλο φωνής) που κάνουν έναν ομιλητή εντυπωσιακό και ευχάριστο. Άλλα, βαθύτερα, εσωτερικότερα, ήσαν τα μεγάλα προσόντα της διδασκαλικής του αρετής. Πρώτα η σοφία του. Από ιδιοφυΐα στα φιλολογικά θέματα (το έδειξε, όταν πραγματεύθηκε ζητήματα και πρόσωπα όχι μόνο της αρχαίας αλλά και της νέας Γραμματείας μας) και με μιαν ασύγκριτη για την ένταση και την επιμονή της επιμέλεια, είχε στον τομέα της ειδικότητάς του αποθησαυρίσει γνώσεις που το πλήθος και η σιγουριά τους προκαλούσεν αίσθηση ακόμη και στους μυημένους στα προβλήματα της φιλολογικής επιστήμης. Ό,τι έδινε στα μαθήματά του, το πρόσφερνε από το περίσσευμά του. Τούτο είναι συνήθως που κάνει επιβλητικό, πειστικό, θαυμαστό τον ομιλητή στο ακροατήριό του, ακόμη και όταν δεν το θέλγει η ευγλωττία του. (Ας σημειωθεί ότι διόλου δεν έλειπε από τον Συκουτρή η ευφράδεια· και ευκολίαν είχε στο λόγο όχι κοινή, και προπάντων την ικανότητα να βρίσκει πάντοτε την εύστοχη και ζωηρή διατύπωση των σκέψεών του.) Άμα η ενημερότητά μας είναι φαινομενική και τα κεφάλαιά μας αποτελούνται από δάνεια που δεν εκοπιάσαμε για να τα επιτύχομε, ο νέος με το αλάθητο αισθητήριό του καταλαβαίνει ότι με τη δική μας κενότητα δεν μπορεί φυσικά να γεμίσει τη δική του και απομακρύνεται, κατευθύνεται σε άλλες πηγές, «ουσιαστικές», για να ξεδιψάσει. Αυτό δεν γινότανε ποτέ με τον Συκουτρή. Οι ακροατές του (και οι νέοι και οι ώριμοι) είχαν κάθε στιγμή το αίσθημα ότι αυτός που τους μιλούσε ήξερε απείρως περισσότερα απ’ όσα έλεγε, και αυτά τα είχε αποκτήσει με προσωπικό αντίκρισμα των ζητημάτων, όχι με την αδιάκριτη εκμετάλλευση του ξένου μόχθου. Επομένως μπορούσαν να έχουν εμπιστοσύνη στις διαπιστώσεις και στις αποτιμήσεις του: είχεν ο ίδιος ματώσει στα αγκάθια του δρόμου που τους οδηγούσε να τον περάσουν με κόπο και προσοχή – δεν είχε σπουδάσει στρατοκόπος απάνω σε χάρτες γεωγραφικούς που άλλοι είχαν συντάξει. Μόνο τέτοιους οδηγούς αναγνωρίζουν οι νέοι και τους ακολουθούν.

Το δεύτερο προσόν που έδωσε στον Συκουτρή τη μεγάλη επιτυχία στη διδακτική πράξη ήταν η βαθιά ψυχική του συνύφανση με τις ιδέες που επρέσβευε και εκήρυττε. Αισθανότανε τα Κλασσικά Γράμματα όχι όπως ο επαγγελματίας φιλόλογος που τα μεταφέρει στις αποσκευές του σαν εμπορεύσιμο αγαθό, αλλά όπως ο πιστός μιας θρησκείας, που τρέμοντας λατρεύει τα τιμαλφέστερα κειμήλιά της. Σαν μια υπόθεση δηλαδή ζωής. Σαν κάτι αιώνια ωραίο, υψηλό και άγιο, που μόνο όταν γεμίσει την ύπαρξη ενός ανθρώπου, της δίνει θεμέλια, νόημα και αξία. Ο έρως, το πάθος του για τη Φιλολογία, η πίστη του στο έργο που εκτελούσε με τόσην αφοσίωση και τόσην υπερηφάνεια, αυτά συνέπαιρναν τους μαθητές του και τους έκαναν να τον ακολουθούν με φανατισμό. Είχαν επιτέλους έναν άνθρωπο μπροστά τους που πίστευε σε ό,τι έλεγε, που παθαινότανε με τις ιδέες του, που φλεγότανε ολόκληρος από τη λαχτάρα να μεταδώσει στους άλλους όχι απλώς γνώσεις, παρά πάλι ενθουσιασμό, πάλι έρωτα, πάλι πίστη, και για τούτο τον τριγύριζαν με τόσην ευλάβεια και αγάπη. «Ο παιδαγωγικός ρόλος του διδασκάλου», γράφει για τον Ιωάννη Συκουτρή η γυναίκα του ανιστορώντας τη ζωή του, «συν τω χρόνω αρχίζει να τον μεθά, ο πόθος όχι μόνον φιλολογικώς να καταρτίση τους νέους, αλλά προ παντός να τους πλάση ανθρώπους με ήθος και ανδρισμόν. Με την ιερήν επίγνωσιν της αποστολής του όχι μόνον ως σοφού ερευνητού κειμένων, αλλ’ ως πνευματικού οδηγού, ως αγωνιστού ιδεών, ειργάζετο σπάταλα και ακατάβλητα, με εμβρίθειαν επιστήμονος αλλά και έντονον προσωπικήν φιλοσοφικήν διάθεσιν και σκέψιν, διά το ζωντάνεμα κάθε παλαιάς και νέας ιστορικής και πολιτιστικής μορφής και εκδηλώσεως του πνεύματος. Ζων ο ίδιος την νεανικήν ψυχήν και προβληματικότητα, ζητούσε από τους νέους εις τας παραδόσεις, τα φροντιστήρια, τας ιδιαιτέρας ομιλίας να ζήσουν οι ίδιοι τας ανησυχίας και την τραγικότητα της εποχής, να γίνουν ακάματοι και βαθείς ερευνηταί του αληθούς και του ωραίου, να μάχωνται προπάντων τίμια και ηρωικά».

Τέτοιους δασκάλους οι νέοι τούς λατρεύουν. Βαθιά αισθάνονται το πέρασμά τους από τη δική τους ζωή. Τη γνωριμία και την αναστροφή μ’ αυτούς τη θεωρούν ευλογία. […]

Γίνεται να μη μνημονεύουν μ’ ευλάβεια το όνομα ενός τέτοιου Δασκάλου οι μαθητές του; Ο αρχαίος Φαίδων έμεινε στην ιστορία επειδή στάθηκε αφοσιωμένος στη μνήμη ενός μεγάλου Δασκάλου, χάρη στον Πλάτωνα που έβαλε στο στόμα του αυτά εδώ τα συγκινημένα λόγια: «και γαρ το μεμνήσθαι Σωκράτους και αυτόν λέγοντα και άλλου ακούοντα έμοιγε αεί πάντων ήδιστον» (Φαίδ. 58 d). Και τίποτ’ άλλο να μην έχει κατορθώσει ένας πνευματικός άνθρωπος, αυτό και μόνο, το ότι δηλαδή επέτυχε να μείνει στη συνείδηση νέων ανθρώπων ως νεύμα οδηγητικό και αίσθημα ευθύνης, φωνή του χρέους και υπογραμμός ζωής, φτάνει για να του εξασφαλίσει την αθανασία.

*Κείμενο του αειμνήστου Ευάγγελου Παπανούτσου, που έφερε τον τίτλο «Η αθανασία του δασκάλου» και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Νέα Εστία» τον Απρίλιο του 1958 (τόμος 63ος, τεύχος 738, σελ. 491-493).

Ο Ιωάννης Συκουτρής έφυγε από τη ζωή στις 21 Σεπτεμβρίου 1937, σε ηλικία μόλις 36 ετών.

Ο διαπρεπής φιλόλογος υπήρξε μια από τις πλέον σημαντικές προσωπικότητες του πνευματικού βίου της χώρας μας κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου.