Στις υποθέσεις βιασμών είναι γνωστό ότι συχνά το βασικό «αποδεικτικό στοιχείο» είναι η ίδια η μαρτυρία του θύματος, κάποιες φορές καιρό μετά. Δηλαδή, αποδεικτικό στοιχείο είναι ο τρόπος που μια τραυματική εμπειρία μετασχηματίζεται σε βίωμα και μαρτυρία που καταδεικνύει ότι όντως υπήρξε η βαναυσότητα. Αυτό είναι ίσως ένα από τα λίγα στοιχεία προόδου τα τελευταία χρόνια, το γεγονός δηλαδή αποδεχτήκαμε ότι η δύναμη της μαρτυρίας μπορεί να αποτελεί απόδειξη ότι η βία υπήρξε και μάλιστα μια βία που αγγίζει έναν υπαρξιακό πυρήνα.

Ωστόσο, διάφοροι επιμένουν να θεωρούν ότι το δικαίωμα στην υπεράσπιση και στο τεκμήριο αθωότητας περνάει μέσα από την εκ νέου θυματοποίηση των θυμάτων. Τη διαπόμπευση και την απόπειρα εξευτελισμού ανθρώπων που κουβαλούν το βάρος του τραύματος. Την αναπαραγωγή των χειρότερων σεξιστικών στερεοτύπων που προσπαθούν να δικαιολογήσουν και να νομιμοποιήσουν τον βιασμό μέσα από την επίμονη και κυνική προσπάθεια απόδειξης ότι τα θύματα της βίας κατά βάθος την επιζητούσαν. Μόνο που όλα αυτά στην πραγματικότητα δεν είναι «δικαίωμα στην υπεράσπιση», ούτε «τεκμήριο αθωότητας», αλλά δεύτερος βιασμός των θυμάτων και πρακτική δομικά παραβατική και έξω από κάθε ηθικό κώδικα.

Ολα αυτά δεν γράφονται επειδή η αντιμετώπιση της έμφυλης βίας μπορεί να είναι κυρίως ή πρωτίστως ποινική. Ο σκοπός μας πρέπει να είναι μια κοινωνία με λιγότερους βιαστές και όχι μια κοινωνία με περισσότερους βιαστές στη φυλακή. Η άρνηση της ατιμωρησίας δεν σημαίνει μια «εκδικητική» αντίληψη του νόμου, αλλά τη σημασία που έχει να αναγνωρίζεται ο βιασμός ως αυτό που είναι, χωρίς καμία προσπάθεια σχετικοποίησης, δικαιολόγησης και νομιμοποίησης.

Και η αφετηρία είναι όντως να μάθουμε να ακούμε τα θύματα. Να αναγνωρίσουμε και να σεβαστούμε την αλήθεια του τραύματος. Και προφανώς να καταλάβουμε ότι απέναντι στη βαναυσότητα της επιβολής η μαρτυρία του θύματος αποτυπώνει τελικά την πραγματική δύναμη και τον δρόμο για μια ζωή με λιγότερη βία.