Οι ψύχραιμες αναλύσεις δείχνουν για το 2022 ένα περιβάλλον με κινδύνους μεν αλλά σχετικά ευοίωνο. Ακόμα και η εμφάνιση του πληθωρισμού με τα χαρακτηριστικά που μας επανασυστήθηκε φέτος οφείλεται σε συγκυριακούς παράγοντες. Οπως η αύξηση των τιμών της βενζίνης κατά 50%, των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων κατά 100% και ο τετραπλασιασμός των τιμών του φυσικού αερίου. Θα συνεχίσουν ανοδικά και του χρόνου; Απίθανο. Το πιθανότερο είναι μη συνεχιστεί το ίδιο σκηνικό. Αλλωστε το χρήμα από τις κεντρικές τράπεζες συνεχίζει να ρέει άφθονο. Εξ αυτού του λόγου οι οικονομίες δείχνουν να ανακάμπτουν ταχύτερα του αναμενομένου της κρίσης. Μαζί ανακάμπτουν πολύ γρήγορα και οι επιχειρήσεις. Δεν συμβαίνει το ίδιο ωστόσο με τις αμοιβές των εργαζομένων, παρά τις χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας που υπάρχουν παντού, ακόμα και σε χώρες με υψηλή ανεργία όπως η Ελλάδα. Τη στιγμή μάλιστα που οι ονομαστικές αμοιβές, όχι απλά δεν αυξήθηκαν μετά την κρίση, αλλά έμειναν καθηλωμένες, το πραγματικό εισόδημα μειώνεται εξαιτίας του πληθωρισμού.

Οι ανατιμήσεις «ροκανίζουν» με μεγάλη ένταση το διαθέσιμο εισόδημα, με αποτέλεσμα να κινείται σε επίπεδα χαμηλότερα του 2019. Προ κρίσης. Υπενθυμίζεται ότι το 2019, έπειτα από την πρώτη αύξηση του κατώτατου μισθού, υπήρχε η προσδοκία διάχυσης των καλύτερων αμοιβών σε όλη την αλυσίδα της αγοράς εργασίας. Αυτό δεν συνέβη, καθώς το πρόλαβε η πανδημία. Η συνθήκη άλλαξε εκ νέου κατά τη διάρκεια της κρίσης Covid. Από τη μια, επιχειρήσεις με προοπτικές μεγάλης κερδοφορίας λόγω της άφθονης ρευστότητας και της έκρηξης των καταναλωτικών δαπανών. Από την άλλη, οι αμοιβές έμειναν σταθερές σε ονομαστικό επίπεδο για τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων, αλλά στην πραγματικότητα κινούνται μειούμενες λόγω της συνεχούς αύξησης του πληθωρισμού. Και το θέμα πλέον είναι τι θα πρέπει να περιμένουμε για το 2022. Η κατάσταση δείχνει πολύπλοκη και απειλεί με τη δημιουργία ενός φαύλου κύκλου την οικονομία.

Αφενός, όλες οι εκτιμήσεις για το νέο έτος δείχνουν ότι οι εταιρείες έχουν την προοπτική να βγάλουν τα περισσότερα χρήματα, μετά την οικονομική κρίση. Αφετέρου, για να το πετύχουν θα χρειαστεί να προσλάβουν περισσότερους ανθρώπους ώστε να αυξήσουν την παραγωγή. Και φαίνεται ότι δεν θα μπορέσουν να το κάνουν αν δεν αυξήσουν τους μισθούς των νεοπροσλαμβανομένων, λόγω των ελλείψεων στην αγορά εργασίας. Οι προσλήψεις νέου προσωπικού με νέους αυξημένους μισθούς, θα δημιουργήσει πίεση για ανάλογες αυξήσεις και στο υφιστάμενο προσωπικό.

Εάν οι εταιρείες αναγκαστούν να πληρώσουν στους εργαζομένους τους μεγαλύτερο μερίδιο των εσόδων τους, έχουν δύο εναλλακτικές λύσεις. Το ένα είναι να δεχτούν οι ίδιες το χτύπημα. Να αφήσουν τις τιμές αμετάβλητες και να αρκεστούν σε ένα στενότερο περιθώριο κέρδους. Το άλλο είναι να μετακυλίσουν τις αυξήσεις των μισθών στους καταναλωτές αυξάνοντας τις τιμές.

Αν κάνουν το πρώτο, θα συγκρατηθεί μεν ο πληθωρισμός, αλλά θα μειωθεί το περιθώριο κέρδους και προφανώς η εταιρική κερδοφορία, περιορίζοντας την επενδυτική ανάκαμψη. Αν συμβεί το δεύτερο θα επιβεβαιωθεί η μεγάλη εταιρική ανάκαμψη, αλλά η οικονομία θα κληθεί να αντιμετωπίσει αγνώστου εντάσεως και χρονικού διαστήματος πληθωριστικές πιέσεις. Αν προστεθούν στην εξίσωση οι κοινωνικές ανισότητες που αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς, τότε σχηματίζεται ένας κίνδυνος που μπορεί να αποδειχτεί συστημικός για το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας. Προφανώς και της ελληνικής…