Αν και σήμερα θα μπορούσε να το εξηγήσει και ένας νοήμων έφηβος, δεν σημαίνει ότι η Ελένη Βλάχου που είχε χαρακτηρίσει ως «μυστήριο» ένα γκράφιτι που είχε διαβάσει στον σταθμό του Ηλεκτρικού στο Μαρούσι, ότι «ο μικροαστισμός και τα πυρηνικά προκαλούν την ίδια καταστροφή» δεν διέθετε και μάλιστα πολύ μυαλό. Το θέμα ωστόσο δεν είναι με τους ανθρώπους που δείχνουν και το ομολογούν να μην καταλαβαίνουν οτιδήποτε. Το θέμα είναι σε σχέση με όσους διατείνονται ότι σκέφτονται τα πάντα, χωρίς ωστόσο η ζωή τους να αλλάζει έστω στο παραμικρό. Μα πώς γίνεται να σκέφτεται κανείς χωρίς να αλλάζει η ζωή του και να παραμένει ίδια και απαράλλαχτη όπως θα ήταν ακόμη και αν δεν σκεφτόταν με τον τρόπο τουλάχιστον που διατείνεται πως το κάνει;

Συχνά μάλιστα να παρατηρείς ανθρώπους, όπως τουλάχιστον αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους, ως σκεπτόμενους, να εξελίσσονται σε ισχυρογνώμονες μονολιθικούς και μονόχνοτους που, αν έστω και στοιχειωδώς, όσα εκφράζουν τους είχαν απασχολήσει θα τους ήταν αδύνατον να επαναλαμβάνουν όσα μονίμως εκστομίζουν. Ενώ η διάψευση που συνήθως υφίστανται, δεν οφείλεται σε μια πραγματικότητα που έχει συνωμοτήσει εναντίον τους, αλλά είναι η ανακολουθία ανάμεσα σε όσα εκφράζουν και σε όσα πράττουν που τους διαψεύδει.

Οταν δίνεις στις λέξεις, χάρη στον τρόπο που τις χρησιμοποιείς, έναν αποκλειστικά προσωποπαγή χαρακτήρα, επόμενο είναι να μεταβάλλονται σε μια φυλακή ή σε ένα καβούκι που έχει κάνει ήδη την ορατότητά του μηδενική.

Είναι αδύνατον να πιστεύεις ότι μπορεί να μετέρχεσαι με ουσιαστικό τρόπο τι σημαίνουν – και να το διατρανώνεις – οι λέξεις «ελευθερία», «δικαιοσύνη», «ανθρωπιά», όταν στην πραγματικότητα εννοείς ως ελευθερία το να μεγαλώνει ο τραπεζικός σου λογαριασμός, ως δικαιοσύνη το να μη θίγεσαι προσωπικά σε σχέση με τις ταλαιπωρίες που υφίσταται το σύνολο των ανθρώπων στις δημόσιες υπηρεσίες και ως ανθρωπιά το να ενδιαφέρεσαι για τα δεινά της ανθρωπότητας επειδή παρακολουθώντας τα στην τηλεόραση, αγανακτείς.

Επειδή στη ζωή είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι, όλα επικοινωνούν μεταξύ τους με τον θαυμαστό τρόπο που το είχε διατυπώσει η Ελένη Αρβελέρ, δηλαδή «ανοίγουμε ένα παράθυρο τον χειμώνα στο Παρίσι και συναχώνεται ένας Κινέζος στο Πεκίνο», επόμενο είναι και οι λέξεις – ή μάλλον πρωτίστως και κατά αποκλειστικά οι λέξεις – να επικοινωνούν όσον αφορά την κυριολεκτική τους σημασία σε τέτοιο βαθμό μεταξύ τους ώστε ακόμη και όταν μία «υπολείπεται» σε μια πρόταση σε σχέση με τη σημασία της, το νόημα της πρότασης να γίνεται κουτσό ή ακαταλαβίστικο. Δεν γίνεται να χρησιμοποιείς τις λέξεις με τρόπο που η ισχύ τους να μην μπορεί να σε μεταφέρει δυο τετράγωνα παρακάτω από το σπίτι σου και να θεωρείς ότι ο τρόπος αυτός μπορεί να πείσει τους άλλους ότι είναι δυνατόν να αντιλαμβάνεσαι τι συμβαίνει στην Καμπούλ.

Ή και πολύ πλησιέστερά σου ακόμα, όταν οι λέξεις έχουν καταχωρηθεί μέσα σου ώστε σε ό,τι συμβαίνει να προϋποθέτουν μόνο τον εαυτό σου και το μεγάλο δράμα που αγγίζει πολλούς άλλους να το θεωρούν εξ υπ’ αρχής οι λέξεις σου ως αδιανόητο για σένα.

Μήπως τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα τόσο σε επίπεδο επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους όσο και σε σχέση με τη σύνολη κατάσταση του κόσμου αν ο πολιτικός, ο παπάς, ο συνδικαλιστής, ο δάσκαλος, ο επιχειρηματίας, ο καλλιτέχνης χρησιμοποιούσαν τις λέξεις όχι σύμφωνα με τον τρόπο που συμφέρει στον καθένα τους και προπαντός ώστε να είναι αυτές σε ουσιαστική ανταπόκριση με την ανάγκη που τις γέννησε;