«Θα έπρεπε τα μουσεία να ενημερώνουν το κοινό τους για τα απολεσθέντα έργα τέχνης;», αναρωτιούνται οι Times της Νέας Υόρκης.

Στη συνέχεια, αναφέρονται σε δυο κομμάτια επίχρυσης και επάργυρης πανοπλίας από την περίοδο της Ιταλικής Αναγέννησης, που κλάπηκαν από το Λούβρο το 1983 και εντοπίστηκαν φέτος στην ιδιωτική συλλογή μιας οικογένειας στη Γαλλία. Τα κομμάτια αυτά, εντοπίστηκαν με τον τρόπο που εντοπίζονται συνήθως τα έργα τέχνης: Ένας ειδικός συνέκρινε τα αντικείμενα με μια διαδικτυακή βάση δεδομένων για απολεσθέντα και κλεμμένα έργα τέχνης.

Όμως τα μουσεία δεν αποκαλύπτουν πάντα όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με μια κλοπή, από φόβο ότι η δημοσιοποίηση των αδύναμων σημείων τους θα αποτρέψει άλλα ιδρύματα από το να τους δανείσουν έργα ή και θα ενθαρρύνει άλλες κλοπές, όπως ανέφεραν στους Times νυν και πρώην στελέχη μουσείων. Ειδικοί επί της ασφάλειας των έργων τέχνης αναφέρουν ότι η μη δημοσιοποίηση κλοπών, ιδιαιτέρως εκείνων που αφορούν αντικείμενα που κλάπηκαν από αποθήκες, έχει εμποδίσει την ανάκτηση αυτών των αντικειμένων.

Ο Φιλίπ Μαλγκουιρέ, επιμελητής τέχνης στο Λούβρο, εξηγεί ότι όταν άρχισε να εργάζεται σε μουσεία πριν από δεκαετίες, άκουσε ιστορίες κλοπών και εξαφανίσεων που δεν είχαν καταγγελθεί ποτέ.

«Στόχος μας είναι η συντήρηση των αντικειμένων για το μέλλον και για το κοινό», τονίζει ο Μαλγκουριές. «Όταν για κάποιο λόγο αποτυγχάνουμε, όταν κάτι πέφτει θύμα κλοπής, είναι μια πολύ επώδυνη εμπειρία που έχει κάνει κάποια μουσεία στο παρελθόν να μην πάνε καν στην αστυνομία, εξαιτίας της τεράστιας ντροπής που αισθάνονταν».

Όπως εξηγεί, αν και η πανοπλία που ανακτήθηκε εσχάτως δεν ανήκει στα πιο διάσημα κομμάτια της συλλογής του Λούβρου, πάντα πίστευε ότι εντέλει θα εντοπιζόταν, εξαιτίας της καταγραφής της στη βάση δεδομένων κλεμμένης τέχνης στη Γαλλία.

Τώρα, δημόσια μουσεία και γκαλερί λειτουργούν με πιο διαφανείς μεθόδους, υποστηρίζει η Σάντι Νερν, πρώην διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης στο Λονδίνο και πρώην διευθύντρια προγραμμάτων στην γκαλερί Tate.

«Στο παρελθόν, τα ιδρύματα είχαν κάτι σαν αντανακλαστική αντίδραση. Στην προσπάθειά τους να προστατεύσουν την αίσθηση ακεραιότητάς τους, ήταν εξαιρετικά επιφυλακτικά με τις δηλώσεις πάνω σε τέτοια ζητήματα», τονίζει η Νερν, που υπήρξε επικεφαλής μιας ομάδας της Tate που ανάκτησε δύο πίνακες του Τζ.Μ.Γ. Τέρνερ το 2002, οκτώ χρόνια μετά την κλοπή τους από γερμανικό μουσείο που τους φιλοξενούσε προσωρινά.

Την Κυριακή, η εφημερίδα El País έγραψε ότι η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ισπανίας ανακάλυψε το 2014 ότι ένα από τα σημαντικότερα εκθέματά της, ένα βιβλίο του 17ου αιώνα, γραμμένο από τον Γαλιλαίο, είχε αντικατασταθεί από αντίγραφο. Όμως το περιστατικό δεν καταγγέλθηκε στην αστυνομία για τέσσερα ακόμη χρόνια, μέχρι ομάδα ερευνητών να ζητήσει να δει το βιβλίο.

Αν και η κλοπή ενός εκθέματος είναι πάντα εμφανής, δεν ισχύει το ίδιο και για τα αντικείμενα που φυλάσσονται σε αποθήκες και που μπορεί η εξαφάνισή τους να μην γίνει αισθητή επί ολόκληρα χρόνια, τονίζει στους Times ο Τιμ Κάρπεντερ, ειδικός πράκτορας του FBI.

«Μπορεί να χρειαστούν 10 ή 15 χρόνια πριν κάνουν απογραφή και αναρωτηθούν πού μπορεί να βρίσκεται ένα κομμάτι», εξηγεί. «Μπορείτε να φανταστείτε πόσο δύσκολο είναι να εξιχνιαστεί ένα έγκλημα 15 ετών. Δυσκολεύει απίστευτα πολύ τα πράγματα για εμάς».

Η πλήρης απογραφή ενός μουσείου όπως το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, που διαθέτει εκατοντάδες χιλιάδες αντικείμενα, απαιτεί πολύ χρόνο και χρήματα. Όμως όταν αυτή η εργασία αμελείται, οι έρευνες για πιθανές κλοπές δυσκολεύουν.

Σε μια περίπτωση επί της οποίας είχε εργαστεί ο Κάρπεντερ, ένα μεγάλο μουσείο διαπίστωσε την εξαφάνιση αντικειμένων 15 με 20 χρόνια μετά την κλοπή. Οι αρχές γνώριζαν πού βρίσκονταν τα αντικείμενα, όμως ήταν αδύνατον να τα ανακτήσουν, επειδή το μουσείο δεν μπορούσε να αποδείξει ότι του ανήκαν. Η πληρέστερη απογραφή του μουσείου είχε πραγματοποιηθεί τελευταία φορά στη δεκαετία του… 1920.

Τα πλεονεκτήματα της καταγγελίας μιας καταγγελίας είναι αυτονόητα: Οι πολίτες μπορούν να βοηθήσουν στον εντοπισμό των κλεμμένων έργων τέχνης, ενώ οι ληστές αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες κατά την πώληση. Το 2011, όταν ένα σκίτσο που αποδίδεται στον Ρέμπραντ κλάπηκε από έκθεση σε ξενοδοχείο στο Λος Άντζελες, οι αρχές δημοσίευσαν μια φωτογραφία του κομματιού. Λίγες ημέρες αργότερα, κάποιος άφησε το σκίτσο σε μια εκκλησία.

Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η απόκρυψη μιας κλοπής από την κοινή γνώμη δίνει το πλεονέκτημα στους ερευνητές, όπως εξηγεί στους Times η Λίντα Άλμπερτσον, επικεφαλής της Ένωσης για τη Διερεύνηση Εγκλημάτων κατά της Τέχνης.

Το 2013, όταν ληστές απέσπασαν 27 κομμάτια από το Εθνικό Ετρουσκικό Μουσείο της Βίλα Τζούλιας στη Ρώμη, η αστυνομία αποσιώπησε το συμβάν και ως αποτέλεσμα κατόρθωσε να ανακτήσει τα περισσότερα έργα, τονίζει.

«Μερικές φορές είναι πολύ διακριτικοί», αναφέρει η Άλμπερτσον για το τμήμα της ιταλικής αστυνομίας που ασχολείται με εγκλήματα εις βάρος της τέχνης. «Αυτή η διακριτικότητα έχει υπάρξει αρκετά σημαντική».