Δυστυχώς, θα πηγαίνουμε βλέποντας και κάνοντας. Τα περιοριστικά μέτρα θα λασκάρουν και θα «ξανασφίγγουν», η οικονομία θα ανοίγει και θα ξανακλείνει, όλα θα κινούνται στον ρυθμό του κορωνοϊού και του βαθμού εμβολιασμού της κοινωνίας.

Για άλλη μια φορά, εκεί που χαμογέλασε η αγορά, η νέα έκρηξη των κρουσμάτων, ήρθε να υπενθυμίσει ότι τίποτε δεν έχει τελειώσει, ούτε θα τελειώσει εύκολα με την πανδημία. Δεν συμβαίνει μόνο στη χώρα μας, συμβαίνει σε ολόκληρο τον κόσμο και με πολύ χειρότερες εκδοχές. Και όσο δεν εξασφαλίζεται η γρήγορη και μαζική παραγωγή εμβολίων, ικανή να καλύψει τις ανάγκες σε παγκόσμιο επίπεδο, τόσο η ορατότητα για την επόμενη μέρα θα εξακολουθεί να είναι μικρή και ασταθής.

Κάπως έτσι, η αντιμετώπιση της πανδημίας σε υγειονομικό επίπεδο και το κόστος που προκαλεί στην οικονομία, θα εξακολουθήσουν να μονοπωλούν τις κυβερνητικές αποφάσεις φέτος. Και όχι μόνο φέτος αλλά και τα επόμενα χρόνια. Είναι αναμενόμενο ότι, όσο θα επεκτείνεται η πανδημία, τόσο θα παρατείνονται τα μέτρα περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας και άλλο τόσο θα ανακοινώνονται πακέτα στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών που πλήττονται. Η κυβέρνηση, ανοίγοντας το λιανεμπόριο, ήλπιζε ότι από τον Φεβρουάριο θα μπορούσε να αποσύρει σταδιακά τα μέτρα στήριξης, ώστε τον Μάρτιο – Απρίλιο, μαζί με ένα ικανοποιητικό ρυθμό εμβολιασμού της κοινωνίας, να έρθει η επόμενη φάση. Δηλαδή, η περίοδος για να λάβει τις κρίσιμες αποφάσεις που απαιτούνται για την επόμενη μέρα. Το χρονοδιάγραμμα αυτό δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τις εξελίξεις που έχουν ως αποτέλεσμα να διευρύνεται και το κόστος των μέτρων στήριξης που θα χρειαστούν για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Είναι σαφές ότι ο λογαριασμός για το 2021 θα υπερβεί τα 7,5 δισ. ευρώ που είχε προϋπολογίσει αρχικά το υπουργείο Οικονομικών, υπό την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή τους θα διαρκούσε το πολύ έως την άνοιξη. Αυτός είναι και ο λόγος που η κυβέρνηση επίσπευσε, στις αρχές της εβδομάδας, τις αποφάσεις της για την έξοδο στις αγορές με το δεκαετές ομόλογο, έκδοση από την οποία προστέθηκαν άλλα 3 δισ. ευρώ στο δημοσιονομικό «μαξιλάρι».

Ετσι, ο συνολικός λογαριασμός των μέτρων που έχουν ληφθεί από τον περασμένο Μάρτιο ώς τώρα για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών προσεγγίζει τα 35 δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζονται οι απώλειες από τη μεγάλη βουτιά της οικονομίας. Είναι προφανές ότι, μήνα με τον μήνα, ο λογαριασμός θα μεγαλώνει, αν δεν συμβεί κάτι που μπορεί να ανατρέψει προς το καλύτερο τα πράγματα. Ενδεχομένως, τυχόν καλά νέα από το μέτωπο της παραγωγής και διάθεσης των εμβολίων να μπορούν να μεταβάλουν προς το καλύτερο τα δεδομένα στη δύσκολη εξίσωση. Βλέποντας και κάνοντας λοιπόν!

Αυτή τη στιγμή, πάντως, μια προοπτική φαίνεται να διαγράφεται στον ορίζοντα με ισχυρές πιθανότητες να μετατραπεί σε βεβαιότητα. Οσο θα μεγαλώνει το κόστος διαχείρισης της πανδημίας, τόσο θα αυξάνεται η κρισιμότητα και το βάρος των αποφάσεων που θα πρέπει να ληφθούν για τη διαχείριση της επόμενης μέρας. Το αφήγημα έχει αλλάξει. Πώς θα καλυφθούν τα χρέη που θα αφήσει η πανδημία, πώς θα μοιραστούν τα χρήματα του Ευρωταμείου Ανάκαμψης. Ολα αυτά, ίσως, κάνουν αναπόφευκτες τις πρόωρες κάλπες.