Της Νικολέττας Τσιτσανούδη – Μαλλίδη#

Επιχειρώντας να αμφισβητήσουμε τον στιγματισμό του γλωσσικού λάθους ως «ταμπού» και ως εμπόδιου στην εξέλιξη της επικοινωνίας, προχωρήσαμε στην επιμέλεια ενός συλλογικού τόμου, που συνδέει το λάθος με τις έννοιες της ελευθερίας, της φαντασίας και της δημιουργίας, ακόμη και της ανταρσίας απέναντι σε κατεστημένες δομές, ασφαλώς και γλωσσικές. Πρόκειται για μια συλλογική δουλειά με τον τίτλο «Το λάθος και η δυναμική του στη γλώσσα και στην επικοινωνία», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg, με ένα κόκκινο εξώφυλλο, ακριβώς για να θυμίσουμε το κόκκινο στυλό του δάσκαλου στα μαθητικά μας γραπτά…

Η έκδοση είναι προϊόν μιας συνεργατικής δουλειάς που διήρκεσε δύο χρόνια και κινήθηκε εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων. Ο αρχικός μας στόχος, τον οποίο προσπαθήσαμε να υπηρετήσουμε μέχρι τέλους, σχετιζόταν με την ανάδειξη μιας σειράς επίκαιρων και νεωτερικών επιστημονικών θεμάτων που επικεντρώνονται στη σύνδεση της ελληνικής γλώσσας με την έννοια του λάθους, γλωσσικού και ορθογραφικού, και τις ευκαιρίες που μπορεί αυτό πυροδοτεί και να απελευθερώνει στη σύγχρονη εκπαιδευτική πραγματικότητα.

Πρόκειται για μια ζωηρή πρόκληση, η διαπραγμάτευση και υπηρέτηση της οποίας απαιτούν κόπο και αδιάλειπτο αγώνα, θεωρούμε όμως ότι αυτός ο αγώνας ειδικά σήμερα δεν μπορεί παρά να δίνεται με μαχητικότητα και επιστημονική τεκμηρίωση. Άλλωστε, η διάδοση, η προστασία και η διάσωση της ελληνικής γλώσσας στην εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας και της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας της εικόνας αποτελούν πρωτεύοντες σκοπούς όχι μόνον για τους γλωσσολόγους και τους νεοελληνιστές αλλά και για κάθε ομιλητή της γλώσσας αυτής, είτε ως μητρικής είτε ως δεύτερης.

Με μια τέτοια έγνοια, το λάθος στη γλώσσα δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με τρομολαγνεία, αλλά ούτε και με απόδοση ευθυνών ή με αφορισμούς, οι οποίοι το μόνο που πιθανόν επιτυγχάνουν είναι να συσπειρώνουν τα αντανακλαστικά της εσωστρέφειας των ομιλητών και να υπονομεύουν τη διάθεση και τη διαθεσιμότητά τους να μετέχουν ενεργά στο δύσκολο, ενίοτε και τυραννικό σήμερα, παιγνίδι της επικοινωνίας. Η αντιμετώπιση του λάθους στη γλώσσα με στερεοτυπικό τρόπο δεν μπορεί να αποδώσει οφέλη ούτε για τους διδάσκοντες τη γλώσσα, ούτε για τους διδασκόμενους, πόσο μάλλον εάν συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε όλοι, ως ατελείς χρήστες του συστήματος, διδασκόμενοι και πολύ ευάλωτοι στην πρόκληση του λάθους.

Ο φόβος για την πρόληψη ή την αποφυγή του λάθους ενδεχομένως οδηγεί σε αναστολή της επικοινωνιακής πρωτοβουλίας από την πλευρά του ομιλητή που αναγκάζεται να σιωπήσει, ώστε να αποφύγει τη δημόσια αποκάλυψη της υποτιθέμενης κατωτερότητάς του. Και μια επικοινωνία σε αναστολή ή σε εγκατάλειψη, ενδεχομένως ισοδυναμεί με μια μειοδοσία απέναντι στη διεκδίκηση της βαθιάς κατανόησης, αλλά και με μια πιθανή εγκατάσταση παθητικότητας απέναντι στις εξουσίες και τις δικές τους ρητορείες.

Άλλωστε, η συνηγορία και η υπεράσπιση του λάθους, πόσο μάλλον του λάθους στη γλώσσα, μπορεί να λειτουργήσει ως μία πύλη εισόδου στη βαθύτερη γνώση του άλλου και των μηχανισμών που ελέγχουν τη μετέπειτα πορεία του οχήματος της γλώσσας. Μέσω της απο-ενεχοποίησης των φυσικών χρηστών της γλώσσας μπορεί κανείς να φανεί χρήσιμος στη βελτίωση και εμπλουτισμό του γλωσσικού τους επιπέδου, χωρίς μία τέτοια «επιείκεια» να σημαίνει «ανοχή», αλλά ούτε και παραίτηση.

Αναπλ. Καθηγήτριας Γλωσσολογίας και Ελληνικής Γλώσσας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων