Αλήθεια, σε τι αποσκοπούν άραγε οι καθημερινές δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών περί ετοιμότητας και αποφασιστικότητας όσον αφορά την αντιμετώπιση της εξ ανατολών απειλής;

Δεν είναι άραγε αυτονόητο ότι η ελληνική κυβέρνηση, η τωρινή αλλά και οποιαδήποτε άλλη στο μέλλον, θα πράξει τα δέοντα για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας και της εθνικής κυριαρχίας, εάν αυτό καταστεί κάποια στιγμή αναγκαίο και αναπότρεπτο;

Πιστεύουν μήπως τα κυβερνητικά στελέχη ότι με τις δηλώσεις τους αυτές αποθαρρύνουν έστω και κατ’ ελάχιστον την τουρκική ηγεσία, ότι ανατρέπουν τις τουρκικές επιδιώξεις, ότι αποτρέπουν τον κίνδυνο σύρραξης στο Αιγαίο ή στον Έβρο;

Οι Τούρκοι, αυτό έχει αποδειχθεί ιστορικά, δε ρισκάρουν στα ελληνοτουρκικά.

Προβάλλουν συστηματικά και με υπομονή τις διεκδικήσεις τους και τις αναθεωρητικές αντιλήψεις τους, θέτουν κατ’ ουσίαν την ατζέντα των διμερών σχέσεων και καιροφυλακτούν.

Όταν αποφασίζουν να δράσουν, είναι σχεδόν βέβαιοι για την αίσια έκβαση του εγχειρήματός τους.

Εκμεταλλεύονται τα θανάσιμα σφάλματα των Ελλήνων (ιδέ Μικρασία και Κύπρος) και υλοποιούν με το μικρότερο δυνατό κόστος τα σχέδιά τους.

Όταν η Ελλάδα εγκαταλείπει την πάγια τακτική του κατευνασμού και αποφασίζει να κλιμακώσει την ένταση, εκείνοι κάνουν ένα βήμα πίσω, μεγαλύτερο ή μικρότερο (κρίση 1987, κρίση Ιμίων, πρόσφατη κρίση στον Έβρο).

Βάσει των ανωτέρω, τα παχιά λόγια και τα άσφαιρα πυρά παρέλκουν, η μονότονη επανάληψη στερεότυπων φράσεων ουδόλως ωφελεί και μάλλον αμηχανία φανερώνει.

Οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας –σε ξηρά, θάλασσα και αέρα– είναι έτοιμες ανά πάσα στιγμή να εκπληρώσουν την αποστολή τους, κι αυτό το γνωρίζει πολύ καλά η Τουρκία.

Το μόνο που χρειάζεται από κυβερνητικής πλευράς τώρα είναι η ανάπτυξη πολιτικών και διπλωματικών πρωτοβουλιών, ώστε να επιτευχθούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό η εθνική ενότητα και η στήριξη του διεθνούς παράγοντα.