Προ ολίγου ανακοινώθηκαν οι βαθμολογικές επιδόσεις των υποψηφίων στις φετινές πανελλαδικές εξετάσεις, καθώς και τα σχετικά στατιστικά στοιχεία για όλες τις ομάδες προσανατολισμού.

Εκεί διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Στη Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία οι εξετασθέντες που έλαβαν βαθμό μικρότερο του 10 αποτελούν το 27,13%.

Στα Αρχαία Ελληνικά, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 47,18%.

Στην Ιστορία, 50,81%.

Στη Φυσική, 42,95%.

Στη Χημεία, 48,28%.

Στα Μαθηματικά, 58,84%.

Εν ολίγοις, σε όλα τα βασικά μαθήματα, πλην της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας, οι μισοί περίπου υποψήφιοι έγραψαν κάτω από τη βάση.

Εάν ληφθεί, μάλιστα, υπόψη ότι ένα σημαντικό ποσοστό όσων κατάφεραν να υπερβούν τη βάση κινείται σε επίπεδα που δεν απέχουν και πολύ από αυτήν, τότε η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο απογοητευτική.

Η παταγώδης αυτή αποτυχία φανερώνει, για πολλοστή φορά, ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι βαριά άρρωστο.

Ποια είναι άραγε η θέση του αρμόδιου υπουργείου και του συνδικαλιστικού κινήματος των εκπαιδευτικών για τα ανωτέρω αποτελέσματα;

Θεωρούν ότι δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα, ότι όλα βαίνουν ομαλώς;

Σε αυτό το σημείο έχει φθάσει, λοιπόν, ο μιθριδατισμός μας περί των εκπαιδευτικών πραγμάτων;

Ας πάψουμε επιτέλους να αδιαφορούμε και να υποκρινόμαστε.

Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν καλά ότι ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν εδράζεται στην αξιολόγηση και την αριστεία είναι καταδικασμένο να αποτύχει.

Και μια τελευταία παρατήρηση σε ό,τι αφορά τις κάπως καλύτερες βαθμολογικές επιδόσεις στο μάθημα της Γλώσσας και Λογοτεχνίας.

Ο τρόπος με τον οποίον εξετάζονται πλέον οι υποψήφιοι στο γλωσσικό πεδίο, η μέθοδος με την οποία επιχειρείται να διαγνωσθεί η ικανότητά τους να διατυπώνουν τις απόψεις τους, πόρρω απέχει από την εξεταστική διαδικασία που εφαρμοζόταν άλλοτε στο μάθημα της Έκθεσης.

Είμαι πεπεισμένος ότι η συντριπτική πλειονότητα των σημερινών υποψηφίων —χωρίς φυσικά να ευθύνονται κατά κύριο λόγο οι ίδιοι γι’ αυτό— θα περνούσε πολύ δύσκολες στιγμές, εάν καλούνταν  να περάσει από τη βάσανο της «αρωγής» και της «ευδοκίμησης», όπως για παράδειγμα οι υποψήφιοι του έτους 1985.