Το 1962 Ινδία και Κίνα πολέμησαν για την ίδια περιοχή των Ιμαλαϊών όπου προκλήθηκε το φονικό θερμό επεισόδιο της Δευτέρας.

Λίγο λιγότερο από έξι δεκαετίες πριν, ένας μήνας μαχών κατέληξε σε νίκη του κινεζικού στρατού, με το Πεκίνο να ανακοινώνει εκεχειρία μετά την εξασφάλιση του de facto ελέγχου της Ακσάι Τσιν, μιας περιοχής που διεκδικούσαν και τα δύο κράτη. Οι συγκρούσεις είχαν ήδη κοστίσει τις ζωές 700 Κινέζων στρατιωτών και περίπου των διπλάσιων από την ινδική πλευρά.

Όμως οι στρατοί που απειλούν να συγκρουστούν τώρα στα Ιμαλάια, ελάχιστα κοινά έχουν με εκείνους που μάχονταν 58 χρόνια πριν.

Η κοινή λογική λέει ότι η Κίνα έχει σημαντικά στρατιωτικά πλεονεκτήματα έναντι της Ινδίας, όμως πρόσφατες μελέτες του Belfer Center στο Harvard Kennedy School of Government στη Βοστόνη και του Center for a New American Security στην Ουάσινγκτον δείχνουν ότι η Ινδία διατηρεί ένα σοβαρό αβαντάζ σε ορεινά περιβάλλοντα σε υψηλό υψόμετρο, όπως εκείνο στο οποί σημειώθηκε το θερμό επεισόδιο αυτής της εβδομάδας.

Πυρηνικά όπλα

Κανείς δεν περιμένει ότι οι εντάσεις που κλιμακώθηκαν αυτή την εβδομάδα θα εξελιχθούν σε πυρηνικό πόλεμο. Όμως το γεγονός ότι και οι δύο χώρες έχουν γίνει πυρηνικές δυνάμεις στο διάστημα που μεσολάβησε από την τελευταία τους πολεμική αναμέτρηση δεν μπορεί να αγνοηθεί όταν γίνονται προσπάθειες να εκτιμηθεί η ισορροπία δυνάμεων.

Το Πεκίνο έγινε πυρηνική δύναμη το 1964 και η Ινδία το 1974.

Τα στοιχεία που κυκλοφόρησαν αυτή την εβδομάδα από το Διεθνές Ερευνητικό Ινστιτούτο για την Ειρήνη στη Στοκχόλμη (SIRPI) εκτιμούν ότι η Κίνα διαθέτει περίπου 320 πυρηνικές κεφαλές – περισσότερες από τις 150 της Ινδίας. Και οι δύο δυνάμεις μεγάλωσαν το οπλοστάσιό τους κατά τη διάρκεια της περσινής χρονιάς, το Πεκίνο με 40 ακόμη πυρηνικές κεφαλές και το Νέο Δελχί με 10, σύμφωνα πάντα με το SIRPI.

Και οι δύο χώρες διατηρούν τριαδικά συστήματα ρίψης των πυρηνικών – πυραύλους, βομβαρδιστικά και υποβρύχια. Και οι δύο, ωστόσο, ακολουθούν πολιτική αποφυγής πρώτου χτυπήματος, πράγμα που σημαίνει ότι έχουν σκοπό να κάνουν χρήση των πυρηνικών τους μόνο ως αντίποινα για πυρηνικό χτύπημα στο εσωτερικό της χώρας τους.

Εναέριες δυνάμεις

Η Ινδία έχει περίπου 270 πολεμικά αεροσκάφη και 68 αεροσκάφη χερσαίων επιθέσεων που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει σε ενδεχόμενο πολέμου με την Κίνα, σύμφωνα με έρευνα του Belfer Center που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο.

Το Νέο Δελχί διατηρεί και μια σειρά από μικρές αεροπορικές βάσεις κοντά στα σύνορα με την Κίνα από όπου μπορεί να ανεφοδιάζει τα αεροσκάφη του, σύμφωνα με την ίδια έρευνα.

Συγκριτικά, η Κίνα έχει 157 πολεμικά αεροσκάφη και έναν μικρό στόλο από drone χερσαίας επίθεσης στην περιοχή, αναφέρουν οι ερευνητές, Φρανκ Ο Ντόνελ και Αλεξάντερ Μπόλφρας. Η αεροπορία του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού χρησιμοποιεί οκτώ βάσεις στην περιοχή, όμως οι περισσότερες εξ αυτών είναι πολιτικά αεροδρόμια σε προβληματικά υψόμετρα, αναφέρει η έρευνα.

«Τα υψηλά υψόμετρα των κινεζικών αεροπορικών βάσεων στο Θιβέτ και την Σιντζιάνγκ, όπως και οι γενικότερες γεωγραφικές δυσκολίες και οι καιρικές συνθήκες στην περιοχή, συνεπάγεται ότι οι Κινέζοι πολεμιστές μπορούν να φέρνουν μαζί τους περίπου το μισό ωφέλιμο φορτίο και καύσιμο», ισχυρίζονται οι ερευνητές.

Ο εναέριος ανεφοδιασμός θα μπορούσε να προσφέρει στα κινεζικά αεροσκάφη περισσότερο ωφέλιμο φορτίο και χρόνο στη μάχη, όμως ο κινεζικός στρατός δεν έχει επαρκή εναέρια τάνκερ για να πραγματοποιήσει αυτό το σχέδιο, συνεχίζει η μελέτη.

Επιπλέον, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, η Ινδική Αεροπορία έχει και ποιοτικό πλεονέκτημα στην περιοχή, καθώς χρησιμοποιεί αεροσκάφη Mirage 2000 και Sukhoi-Su 30 σε σύγκριση με τα J-10, J-11 και Su-27 της Κίνας.

Τα ινδικά αεροσκάφη είναι παντός καιρού και πολλαπλών ρόλων, ενώ μόνο τα J-10 των Κινέζων έχουν αντίστοιχα χαρακτηριστικά.

Ταυτόχρονα, η Ινδία κατασκεύασε τις βάσεις της στην περιοχή έχοντας στο μυαλό της την Κίνα, σύμφωνα με έκθεση του Center for a New American Security τον Οκτώβριο του 2019. Εκτός των βάσεων, έχει δώσει έμφαση και στα συστήματα επικοινωνίας, αλλά και στην εναέρια γραμμή άμυνας.

Από την πλευρά της η Κίνα, θεωρώντας ότι απειλείται από τις ΗΠΑ στα Ανατολικά και τα Νότια, έχει ενισχύσει τις εκεί βάσεις της αγνοώντας εκείνες στα Ιμαλάια και αφήνοντας ευάλωτες τουλάχιστον τέσσερις εξ αυτών.

Άλλη μια παράμετρος στην οποία οι Ινδοί πλεονεκτούν, σύμφωνα με την έκθεση του Belfer Center είναι η εμπειρία.

«Οι πρόσφατες συγκρούσεις με το Πακιστάν, δίνουν στην Ινδική Αεροπορία ένα επίπεδο θεσμικής εμπειρίας σε μια πραγματική μάχη με χρήση δικτύων», τονίζει.

Μη έχοντας αντίστοιχη πείρα, οι Κινέζοι πιλότοι ενδέχεται να δυσκολευτούν να πάρουν μόνοι τους αποφάσεις στο δυναμικό πλαίσιο μιας εναέριας μάχης, σύμφωνα με την ίδια έκθεση.

Χερσαίες δυνάμεις

Εκτός των εναέριων πλεονεκτημάτων της, η Ινδία φαίνεται πως έχει σκληραγωγηθεί και στο έδαφος σύμφωνα με την έκθεση του CNAS, μέσα από τις μάχες στο Κασμίρ και τις εντάσεις στα σύνορα με το Πακιστάν.

«Από την άλλη πλευρά, ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός δεν έχει εμπλακεί σε μάχη από τη σύγκρουσή του με το Βιετνάμ το 1979», αναφέρει η έκθεση.

Μάλιστα, η συγκεκριμένη σύγκρουση θεωρείται από τους περισσότερους ότι έληξε εις βάρος της Κίνας, καθώς οι Βιετναμέζοι στρατιώτες, οι οποίοι ήταν λιγότεροι από τους Κινέζους, είχαν απείρως μεγαλύτερη εμπειρία μετά και τον πόλεμο με τις ΗΠΑ.

Αριθμητικά, οι στρατοί Κίνας και Ινδίας στα σύνορα των Ιμαλαΐων κατά πάσα πιθανότητα κινούνται στα ίδια επίπεδα, ωστόσο μέρος των Κινέζων στρατιωτών βρίσκεται εκεί για να αντιδράσει σε περίπτωση εξέγερσης στην Σιτζιάνγκ ή το Θιβέτ, αλλά και για να αντιμετωπίσει πιθανές συγκρούσεις στα σύνορα Κίνας – Ρωσίας.

Αυτό συνεπάγεται ότι η μεταφορά τους στο ινδικό μέτωπο ενδέχεται να ανακοπεί από επιθέσεις των Ινδών, οι οποίοι βρίσκονται ουσιαστικά ήδη παραταγμένοι στα σύνορα.

Φυσικά, ευάλωτοι σε επιθέσεις είναι και οι Ινδοί στρατιώτες, τους οποίους επίσης δεν βοηθά το δύσκολο έδαφος της περιοχής.

Ένα πεδίο στο οποίο η Κίνα ενδέχεται να πλεονεκτεί είναι η τεχνολογία και τα νέα όπλα. Έχοντας μεγαλύτερο αμυντικό προϋπολογισμό και προχωρώντας σε ραγδαίο εκσυγχρονισμό του στρατού, το Πεκίνο δεν αποκλείεται να καταφέρει να εξισορροπήσει όλα τα υπόλοιπα μειονεκτήματά του.

Η κινεζική πλευρά, άλλωστε, φαίνεται πως αναγνωρίζει αυτό το γεγονός αφού εσχάτως εστιάζει στην παρουσίαση των νέων όπλων που μεταφέρονται στα θιβετιανά σύνορα γα την πραγματοποίηση ασκήσεων.

Σύμμαχοι

Αν και η Κίνα φαίνεται πως σε γενικές γραμμές θα αντιμετωπίσει μόνη της την Ινδία στα Ιμαλάια, το Νέο Δελχί έχει αναπτύξει αμυντικές σχέσεις με χώρες που ανησυχούν για την αυξανόμενη στρατιωτική δύναμη του Πεκίνου.

Το Νέο Δελχί έχει αναπτύξει στενότερες σχέσεις με το στρατό των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια, με την Ουάσινγκτον να αποκαλεί την Ινδία «σημαντικό αμυντικό συνεργάτη», ενώ αυξάνει την κοινή εκπαίδευση των στρατιωτών.

Σε περίπτωση που η σύγκρουση στα Ιμαλάια κλιμακωθεί αρκετά, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες ενδέχεται να βοηθήσουν την Ινδία να αποκτήσει πιο ξεκάθαρη εικόνα του πεδίου της μάχης.

Η έκθεση Belfer χρησιμοποιεί ως παράδειγμα το τι θα μπορούσε να γίνει αν η Κίνα μετέφερε στρατιώτες από την ενδοχώρα στα ορεινά σύνορα.

«Μια τέτοια κίνηση της Κίνας θα τραβούσε την προσοχή των ΗΠΑ που θα ενημέρωναν την Ινδία και θα τη βοηθούσαν να θέσει σε κίνηση αντίστοιχες μετακινήσεις».

Επιπλέον, η Ινδία συμμετέχει σε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τη Γαλλία και την Αυστραλία.

«Οι δυτικοί στρατιώτες που συμμετέχουν σε τέτοιου είδους ασκήσεις έχουν εκφράσει συχνά τον θαυμασμό τους για τη δημιουργικότητα και την υψηλή προσαρμοστικότητα των Ινδών ομόλογών τους», αναφέρει η έκθεση του CNAS.

«Από την άλλη πλευρά, οι προσπάθειες κοινής εκπαίδευσης της Κίνας παραμένουν αρκετά περιορισμένες – με την αξιοσημείωτη εξαίρεση των αυξανόμενα αναβαθμισμένων ασκήσεων από κοινού με τη Ρωσία και το Πακιστάν».

Πηγή: www.cnn.com