Η παρούσα κρίση ανέδειξε δυναμικές, αλλά παραμελημένες, δομές του Κράτους, αλλά ταυτόχρονα φώτισε και διαχρονικές παθογένειες του μεταπολιτευτικού Κράτους.

Πολλά πρέπει να γίνουν και η παρούσα κρίση αποτελεί την καλύτερη αφορμή για ριζικές αλλαγές ειδικά όταν υπάρχει κλίμα δυσπιστίας για το πολιτικό σύστημα, αν και σε συνθήκες όπως οι τωρινές καταγράφεται αποδοχή κινήσεων και παρεμβάσεων πολιτικών ηγεσιών.

Αυτό το κλίμα σε συνδυασμό με την προϋπάρχουσα βαθιά κρίση εμπιστοσύνης στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, δημιουργεί το περιβάλλον για επαναπροσδιορισμό στόχων και προτεραιοτήτων.

Οι βασικοί παίκτες του πολιτικού συστήματος οφείλουν μαζί με τα σχέδιά τους για την Ελλάδα της επόμενης περιόδου, να διαμορφώσουν συνθήκες για την αναζωογόνηση της πολιτικής.

Αυτό δεν θα γίνει με αφορισμούς, γενικόλογες αναφορές και με αόριστες υποσχέσεις περί του νέου που θα έλθει, αλλά με πράξεις ουσιαστικές που θα εμβαθύνουν την ίδια τη Δημοκρατία.

Παράλληλα, οφείλουν οι κυρίαρχες δυνάμεις να καταθέσουν αξιόπιστη πρόταση για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.

Να ανοίξει θεσμικά μια μεγάλη συζήτηση και να υπάρξει κατάθεση προτάσεων, ώστε μέσα από συγκλίσεις, συνεννοήσεις να βρεθεί κοινός τόπος σε βασικά σημεία για τη συνδιαμόρφωση ενός εθνικού, όχι κομματικού, σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.

Προφανώς υπάρχουν οι γνωστές ιδεολογικές διάφορες, αλλά μπορεί να αναζητηθούν συγκλίσεις σε κάποια σημεία και αυτό το έχει ανάγκη η χώρα για την επόμενη μέρα της πανδημίας που θα φέρει και οικονομική κρίση.

Εάν δεν γίνουν άμεσα τα αναγκαία βήματα και στο οικονομικό, αλλά και στο θεσμικό πεδίο, υπάρχει ο κίνδυνος λόγω της οικονομικής κρίσης, να τροφοδοτηθεί το κλίμα γενικευμένου εκφυλισμού και πολιτικής απογοήτευσης.

Εάν αυτό το κλίμα ενισχυθεί, ενδέχεται μεγάλες ομάδες πολιτών να θεωρήσουν τους πολιτικούς όχι φορείς πολιτικής, αλλά μεταπράτες.

Και αυτό είναι το επικίνδυνο για την ίδια την Δημοκρατία που έχει ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα.