Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, ο νους των περισσοτέρων μας τρέχει στα Δεκεμβριανά, το πιο σκοτεινό κεφάλαιο της νεότερης ελληνικής ιστορίας, αν και συνήθως όχι με διάθεση να ρίξουμε λίγο φως στα μυστήριά του, αλλά να επικυρώσουμε για πολλοστή φορά τις παραταξιακές μας προκαταλήψεις.

Ετσι εξηγείται και πώς, παρά την αστείρευτη βιβλιογραφία γύρω από το ζήτημα, παραμένουν ανεξήγητα ή τουλάχιστον αμφιλεγόμενα τα κίνητρα τόσο των κεντρικών ηρώων όσο και των δευτεραγωνιστών εκείνης της εμφύλιας τραγωδίας, την κορύφωση όσων αδελφοκτόνων τραγωδιών προηγήθηκαν μέσα στην Κατοχή (ιδίως τη διετία 1943 – 1944), αλλά κυρίως την πρόγευση όσων αδελφοκτόνων τραγωδιών θα ακολουθήσουν την επόμενη πενταετία. Ο ίδιος ο αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής της περιόδου, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, επαναπαυμένος ανάμεσα στις αγιογραφίες και στις δαιμονολογίες, καθώς και με στρατηγική του επιλογή τη μεταπολιτευτική επαναστατική του αγρανάπαυση, τόσο βολική για τους πάντες, δεν δείχνει πρόθυμος να συνεισφέρει στην έρευνα για την επίλυση των μυστηρίων.

Είναι προφανές για κάθε καλοπροαίρετο μελετητή εκείνων των δραματικών χρόνων ότι η ιδεολογική «ανάγνωση» των γεγονότων δεν επαρκεί για να εξηγήσει την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά των κεντρικών ηρώων. Αλλοτε οι ιδεολογικές τους πεποιθήσεις βρίσκονται σε αγαστή σύμπνοια με τα κομματικά (αργότερα και με τα κρατικά) συμφέροντά τους και άλλοτε έρχονται σε συγκαλυμμένη ή ασυγκάλυπτη ρήξη· στη δεύτερη περίπτωση δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για να μαντέψουμε εάν υπερισχύουν οι πεποιθήσεις επί των συμφερόντων ή το ανάποδο. Ο ιστορικός Σταύρος Ντάγιος έχει κατ’ επανάληψη εστιάσει στις ελληνοαλβανικές σχέσεις τη μεταπολεμική περίοδο (κατ’ επέκταση και στις αλβανογιουγκοσλαβικές, με σημείο καμπής το «διαζύγιο» Χότζα – Τίτο).

Στο πιο πρόσφατο βιβλίο του, «Νίκος Ζαχαριάδης – Ενβέρ Χότζα: Συνεργασία και μυστικές συμφωνίες 1943 – 1974» (εκδόσεις Literatus, 2019), ο Ντάγιος ρίχνει τον προβολέα πάνω σε μια σχέση απροκάλυπτα ανισότιμη: τη σχέση του ΚΚΕ με το Κομμουνιστικό Κόμμα Αλβανίας (από το 1948 κι έπειτα μετονομάστηκε σε Εργατικό Κόμμα Αλβανίας). «Κατά το διάστημα της πολυετούς συνεργασίας των δύο κομμάτων», σημειώνει ο Ντάγιος, «το ΚΚΕ προασπιζόταν τα κομμουνιστικά ιδεολογικά όρια της κοινής προλεταριακής επανάστασης και σκέψης, ενώ το ΚΚ Αλβανίας, ως κόμμα εξουσίας, υπεράσπιζε πρωτίστως τα εδαφικά όρια της πατρίδας του. Αυτή ήταν η ειδοποιός διαφορά τους· διαφορά που διαμόρφωνε μία ετεροβαρή σχέση, την οποία αντιλαμβάνονταν οι έλληνες κομμουνιστές, τη βίωναν μαρτυρικά, αλλά δεν μπορούσαν να την εξισορροπήσουν».

Ο Ντάγιος μάς δίνει να καταλάβουμε ότι το μαρτύριο των ελλήνων κομμουνιστών επιτείνεται από την οδυνηρή αντιστροφή των ρόλων: αρχικά το ΚΚΑ είναι ο φτωχός συγγενής και το ΚΚΕ εκείνο που το κοιτάζει αφ’ υψηλού. «[Το ΚΚΑ] ιδρύθηκε σε συνθήκες παρανομίας κατά την ιταλική Κατοχή», γράφει, «την 8η Νοεμβρίου του 1941 στα Τίρανα, με τη συγχώνευση μικρών κομμουνιστικών σχηματισμών που υπήρχαν διάσπαρτοι, αλλά χωρίς αξιόλογη δράση, ύστερα από πρωτοβουλία των Γιουγκοσλάβων, τις υποδείξεις και την εποπτεία του παλαίμαχου μαυροβούνιου κομμουνιστή Μιλαντίν Πόποβιτς και του Σέρβου Ντούσαν Μουγκόσα […]

Εως το φθινόπωρο του 1942 το ΚΚ Αλβανίας παρέμενε απομονωμένο και αδρανές». Αντιθέτως, το ήδη «έμπειρο» ΚΚΕ βάζει την ίδια περίοδο τις βάσεις για να πάρει την εξουσία στη μετακατοχική Ελλάδα. «Το τέλος της Κατοχής», υπογραμμίζει ο Ντάγιος, «ανέδειξε μία ζοφερή πραγματικότητα, κυριαρχούμενη από μίσος και εκδίκηση που πυροδότησαν αναταραχές και υπονόμευαν κάθε έννοια δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού και έννομης τάξης […] Η άκρα Αριστερά δεν είχε δικαιολογία ύπαρξης χωρίς τον βρόχο της άκρας Δεξιάς και η άκρα Δεξιά χωρίς το φόβητρο της άκρας Αριστεράς: όποιος δεν ανήκε στο ΕΑΜ ήταν φασίστας, ενώ κάθε δημοκρατικά σκεπτόμενος ήταν κομμουνιστής. Σε αυτές τις δύο διλημματικές ερπύστριες, τις οποίες είχαν στήσει δεξιοί και κομμουνιστές, συνθλιβόταν η πλειοψηφία του ελληνικού λαού, τον οποίον τα άκρα εξανάγκαζαν να λάβει θέση».

Η τραγική ειρωνεία που έπεται είναι σε γενικές γραμμές γνωστή. Το λυμφατικό Κομμουνιστικό Κόμμα Αλβανίας παίρνει την εξουσία και αναδεικνύει στην ηγεσία του ακόμη και ευρέως ξεφωνημένους φασίστες -«πολλοί επιφανείς κομμουνιστές», τονίζει ο Ντάγιος, «υπήρξαν μέλη του Φασιστικού Κόμματος, όπως ο Ομέρ Νισάνι, ο Νάκο Σπύρου, αλλά και η ίδια η σύζυγος του Ενβέρ Χότζα»-, ενόσω το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, με ακατάσχετη αιμορραγία και υπό ανελέητη καταδίωξη, τυλίγεται από τη «βαθιά νύχτα» της παρανομίας που θα διαρκέσει σχεδόν τρεις δεκαετίες και θα λειτουργήσει ως ο κορυφαίος ανασχετικός παράγοντας για τη μεταπολεμική επούλωση των πληγών.

Για τους Αλβανούς, ωστόσο, οι έλληνες «σύντροφοί» τους θα ενσαρκώσουν και μια πρόσθετη απειλή: τρέμουν στην ιδέα ότι, με πρόσχημα τη βοήθεια και το καταφύγιο που παρέχουν στους αντάρτες, οι «μοναρχοφασίστες» των Αθηνών θα τους επιτεθούν και θα τους αποσπάσουν τη Βόρειο Ηπειρο. Συν τω χρόνω (και όσο οι πιθανότητες να επικρατήσουν οι αντάρτες, έστω και σ’ ένα μικρό κομμάτι της βορειοελλαδικής επικράτειας, συρρικνώνονται έως εξαφανίζονται) η ιδεολογική αβροφροσύνη παραχωρεί τη θέση της στην ωμή realpolitik. Ο Νίκος Ζαχαριάδης και οι φυγάδες του μετατρέπονται από τη μια μέρα στην άλλη σ’ έναν επίμονο αλβανικό πονοκέφαλο εθνικής ασφαλείας.

Οχι πως το ΚΚΕ οφείλει να είναι λιγότερο προσεχτικό· σε κάθε του βήμα κινδυνεύει να πατήσει την πεπονόφλουδα της εθνικής προδοσίας, αλλά και να δυσαρεστήσει τους υψηλούς του προστάτες πέραν των βορείων συνόρων.

Στις τρεις μεγάλες εθνικές διεκδικήσεις των πρώτων μεταπολεμικών ημερών -Δωδεκάνησα, Κύπρος, Βόρειος Ηπειρος-, ο Ζαχαριάδης (από το Παρίσι ακόμη, άρτι απελευθερωθείς από το Νταχάου), ο «Ριζοσπάστης» και η Ολομέλεια του ΚΚΕ κατόπιν συνυπογράφουν χωρίς δεύτερη σκέψη «την απόδοση των Δωδεκανήσων και της Κύπρου στην Ελλάδα», αλλά με τη Βόρειο Ηπειρο είναι πιο διστακτικοί: «Θα επιμείνει [το ΚΚΕ], ώστε ο βορειοηπειρωτικός λαός λεύτερα να μπορέσει μόνος του να αποφασίσει πού θα πάει και τι θα κάνει».

Σύντομα οι ρητορικοί τόνοι του «Ριζοσπάστη» (21 Ιουνίου 1945) θα ανέβουν -«οι πατριδοκάπηλοι έχουν ξεχάσει εντελώς τη Βόρειο Ηπειρο· ενδιαφέρονται μόνο να μεταβάλουν την Αλβανία σε προτεκτοράτο»- ενόσω αργότερα, απέναντι στην αλβανική αλυτρωτική θέση για τη διεκδίκηση της Τσαμουριάς, το ΚΚΕ θα επιδείξει ανάλογη ευαισθησία και κατανόηση.

Η καθαίρεση του Ζαχαριάδη και η κατοπινή απομάκρυνση/απομόνωση της Αλβανίας από τη «ρεβιζιονιστική» Σοβιετική Ενωση θα ανακατέψουν πάλι την τράπουλα -αλλά κάθε φορά όλα θα καταλήγουν στον ίδιο παρονομαστή: το κόμμα που πήρε την εξουσία δεν θα ταυτίσει ποτέ τα συμφέροντά του με το κόμμα που δεν την πήρε. Ο Σταύρος Ντάγιος θα χαρτογραφήσει με επιμέλεια και ακρίβεια ένα (λησμονημένο άραγε;) κομμουνιστικό σύμπαν όπου οι ιδεολογικές πομφόλυγες θα υποχωρούν πάντοτε μπροστά στη μοναδική υπερεθνική «γλώσσα»: τη δύναμη της επιβολής.