Στον πρόλογο της πρώτης νεοελληνικής έκδοσης της Ιστορίας της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας (Geschichte der griechischen Literatur) του Albin Lesky (1964), ο αείμνηστος καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μετέπειτα πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, Αγαπητός Γ. Τσοπανάκης (1908-2005), ο οποίος είχε αναλάβει την κοπιαστική και δύσκολη εργασία της μετάφρασης, ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής:

«Συντυχαίνοντας πολλές φορές με πολλούς φίλους, διαφόρων ειδικοτήτων, επάνω σε σύγχρονα προβλήματα, και ανασκοπώντας τις συχνές αναφορές των προβλημάτων αυτών στην αρχαία εποχή, ή τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου και τις πάντα επίκαιρες παρουσίες του στην εποχή μας, χαίρεσαι και εκπλήττεσαι από την μια για την περιέργεια και την δεκτικότητα και το ενδιαφέρον τους, κι από την άλλη για το πόσο λίγο και πόσο λίγοι άνθρωποι έχουν συνειδητοποιήσει το γεγονός ότι η χρονική μας απόσταση από την αρχαία ιστορική εποχή δεν είναι και τόσο μεγάλη όσο φαίνεται, και ότι παρά τις μεγάλες τεχνικές προόδους που έχουν πολύ διευκολύνει την σωματική ζωή μας, η πρόοδος στον ψυχικό και ηθικό τομέα είναι αργόπορη και διστακτική. Δύσκολα δημιουργούνται νέες μορφές στην ψυχή και στην σκέψη, και το ανέβασμα του συνολικού ανθρώπου είναι κοπιαστικό. Και το πιο σπουδαίο είναι ότι με τα προβλήματα αυτά του συνολικού ανθρώπου και με τα ίδια προβλήματα της σχέσης της τεχνικής προόδου με την παιδεία γενικά ασχολήθηκαν πολύ πολλές και μεγάλες φυσιογνωμίες της αρχαίας Ελλάδας, που καλό είναι να τις ξέρουμε».

Προς επίρρωσιν των επιχειρημάτων του, ο φιλόλογος και γλωσσολόγος Τσοπανάκης προσέθετε σε υποσημείωσή του τα ακόλουθα:

Οι φοιτητές μου μένουν κατάπληκτοι και δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι από τον Όμηρο μάς χωρίζουν μόνο 88 παππούδες. Και όμως αυτός είναι ο λογαριασμός, αν τοποθετήσουμε τον Όμηρο γύρω στα 850 π.Χ. (τρεις γενεές στην εκατονταετία).

Είμαι της άποψης ότι οι επισημάνσεις αυτές από έναν επιστήμονα μεγάλου διαμετρήματος, από έναν κορυφαίο πνευματικό άνθρωπο, όπως ο Τσοπανάκης, μας βοηθούν να αντιληφθούμε πόσο δυσχερής —αργόπορη και διστακτική τη χαρακτηρίζει ο ίδιος— είναι η ανάπτυξη του ανθρώπου στον ψυχικό και ηθικό τομέα, και πόσο εργώδης είναι η προσπάθεια που καλείται αυτός να καταβάλει, για να επιτύχει την πνευματική και ηθική ολοκλήρωσή του.

Ταυτόχρονα, ο Τσοπανάκης φροντίζει να υπογραμμίσει τη στενότατη σχέση μας με την αρχαία Ελλάδα, τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και την αρχαία ελληνική γλώσσα, σχέση βαρύνουσας σημασίας για το παρόν και το μέλλον του ελληνισμού.

Οι παππούδες μας και οι πατεράδες μας είναι παρόντες, είναι μαζί μας, με τον δικό τους τρόπο. Αν θελήσουμε να καταφύγουμε στα φώτα τους, θα το αντιληφθούμε.