Όσοι, κυρίως από το εξωτερικό έσπευσαν να χαιρετήσουν τη Συμφωνία των Πρεσπών και να την υποδείξουν ως πρότυπο για την επίλυση ανάλογων διαφορών, συνήθως προσπερνούν τις δυσκολίες που υπάρχουν για την εφαρμογή τους.

Ας μην ξεχνάμε ότι συνήθως τέτοιες συμφωνίες, που παρουσιάζονται ταυτόχρονα ως επώδυνοι συμβιβασμοί και «νέες σελίδες», γίνονται πιο εύκολα αποδεκτές από τις πολιτικές ή πολιτιστικές ελίτ παρά από τις ίδιες κοινωνίες.

Και αυτό συχνά το όποιο τραύμα ή η όποια ανασφάλεια είναι πιο έντονη προς τα κάτω από ό,τι στην κορυφή. Η ιστορία της αποδοχής της Συνθήκης της Λωζάνης στην Ελλάδα είναι ενδεικτική από αυτή την άποψη.

Και τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν μιλάμε για συμφωνίες, όπως είναι αυτή των Πρεσπών που δεν συναντούσε μόνο αντιρρήσεις και από τις δύο πλευρές των συνόρων, αλλά και είχε σημεία που κινδύνευαν να αναδειχτούν ως γκρίζες ζώνες.

Τα ονόματα δεν αλλάζουν τόσο εύκολα

Η πρόσφατη ανάγκη παρέμβασης για να αλλάξουν οι ταμπέλες που δήλωναν τις συμμετέχουσες χώρες σε μια διεθνή έκθεση τουρισμού, είναι ενδεικτική ότι η εμπέδωση του νέου ονόματος της γειτονικής χώρας αργεί ακόμη.

Άλλωστε, δεν είναι απλό πράγμα να αλλάξει το όνομα με το οποίο μια χώρα αυτοπροσδιορίζεται μια χώρα και μάλιστα υπό το βάρος του σχετικού αιτήματος μιας άλλης χώρας. Ούτε μπορεί η αλλαγή των επίσημων ονομάτων φορέων να γίνεται με τους ρυθμούς που προβλέπει η συμφωνία, όμως ως προς την ίδια χρήση στην καθημερινότητα ή σε άλλες εκφράσεις, της «κοινωνίας των πολιτών» και όχι των κρατικών φορέων, είναι σαφές ότι έχουμε αρκετό δρόμο μπροστά μας.

Δεν είναι τυχαίο ότι η ίδια η συμφωνία με το άρθρο 7 σπεύδει να αναγνωρίσει ότι οι λέξεις «Μακεδονία» και «μακεδόνας  / μακεδονικός» έχουν διαφορετική ιστορική και πολιτιστική σήμανση στις δύο χώρες, αλλά αυτό προφανώς και δεν λύνει τα προβλήματα. Ας μην ξεχνάμε ότι και όπως στην Ελλάδα υπάρχουν πολιτικοί που δηλώνουν ότι δεν θα χρησιμοποιήσουν τον όρο «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», υπάρχουν και κόμματα όπως το VMRO που δηλώνουν ότι επίσης θα επιμείνουν στην προηγούμενη συνταγματική ονομασία. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και ο δρόμος για να εμπεδωθεί η συμφωνημένη ονομασία στη δημόσια σφαίρα αργεί ακόμη.

Το ίδιο ισχύει και για το ζήτημα της ταυτότητας. Η ίδια η συμφωνία αναγνωρίζει «μακεδονική γλώσσα» (με τη διευκρίνιση ότι είναι νοτιοσλαβική γλώσσα) και δεν αναγνωρίζει μακεδονική εθνότητα παρά μόνο ιθαγένεια «μακεδονική/πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας».

Ωστόσο, είναι προφανές ότι στη γειτονική χώρα η εθνική ταυτότητα θα προσδιορίζεται διαρκώς ως μακεδονική και η πρόβλεψη του άρθρου 7 δεν θα μπορεί από μόνη της να αποτρέπει την ύπαρξη αντιδράσεων και από την ελληνική πλευρά.

Εδώ άλλωστε είναι ο πυρήνας του συμβιβασμού αλλά και η δυσκολία του. Η ελληνική πλευρά δεχόταν την σύνθετη ονομασία αλλά ήθελε να μπουν όρια ως προ της αναφορά σε μακεδονική εθνική ταυτότητα, την ώρα που η τελευταία παρέμενε αναγκαίο στοιχείο ενότητας του γειτονικού κράτους.

Εάν σε αυτό προσθέσουμε τις φορτίσεις που τα ζητήματα αυτά εξακολουθούν να έχουν και στο εσωτερικό της δικής μας χώρας (και το ιστορικό βάθος αντιπαραθέσεων που κρατούν από τις αρχές του 20ουαιώνα) μπορούμε να δούμε ότι θα χρειαστεί αρκετός καιρός μέχρις ότου στην ελληνική πλευρά γίνει αποδεκτή κάποια «μακεδονική ταυτότητα» και παράλληλα στη γειτονική χώρα αυτή η ταυτότητα αποσυνδεθεί από τα κάθε είδους «φαντάσματα τις ιστορίας».

Το πρόβλημα με τα εμπορικά σήματα

Το θέμα των εμπορικών σημάτων είναι από αυτά που η ίδια η συμφωνία αναγνωρίζει ως ανοιχτά και υπό διαπραγμάτευση.

Η Ελλάδα έχει κατοχυρώσει την προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη «Μακεδονία» και έτσι για παράδειγμα δεν κινδυνεύουμε να δούμε κρασιά από τη γειτονική χώρα με ετικέτα «ΠΓΕ Μακεδονία».

Όμως, αυτό δεν ακυρώνει διάφορα άλλα προβλήματα που μπορεί να μην παραβιάζουν τυπικά τη συμφωνία, όμως εκ των πραγμάτων διαμορφώνουν έναν ορισμένο ανταγωνισμό. Γι’ αυτό και εντόπισαν διάφοροι το πρόβλημα που δημιουργεί π.χ. η ιστοσελίδα Wines of Macedonia, που μπορεί τυπικά να μην παραβίαζε κανόνες, εντούτοις δημιουργούσε σύγχυση σε σχέση με τα κρασιά από την ελληνική Μακεδονία που δικαιούνται να αναφέρουν ΠΓΕ Μακεδονία.

Το ίδιο ισχύει και για διάφορα άλλα εμπορικά σήματα, που μπορεί να μην αφορούν στενά και τυπικά αυτά που ρυθμίζονται με διεθνείς συμβάσεις (όπως π.χ. γίνεται με προϊόντα όπως το κρασί), όμως αφορούν μεγάλο μέρος της οικονομίας της Βόρειας Ελλάδας, όπου με τα χρόνια καλλιεργήθηκε και προβλήθηκε συστηματικά μια ιδιαίτερη μακεδονική ταυτότητα, που είχε και διάσταση εμπορικής προβολής και η οποία σήμερα αντικειμενικά τίθεται σε αναδιαπραγμάτευση.

Το ίδιο πρόβλημα εκτιμούν παράγοντες της Βόρειας Ελλάδας μπορεί και να υπάρξει σε σχέση με τον τουρισμό και την προσπάθεια κατοχύρωσης της ελληνικής Μακεδονίας ως τουριστικού προορισμού.

Το ακανθώδες θέμα της «μειονότητας»

Όμως το θέμα που μπορεί μεσοπρόθεσμα μπορεί να δημιουργήσει τριβές παραμένει αυτό που αφορά το ζήτημα της μειονότητας. Ο λόγος είναι ότι είναι ένα ζήτημα που έχει ευρύτερες ιστορικές φορτίσεις και παραπέμπει στην αφετηρία του «μακεδονικού προβλήματος» και των συγκρούσεων γύρω από αυτό εδώ και δεκαετίες.

Η ίδια η συμφωνία ουσιαστικά δεσμεύει την κυβέρνηση και τους κρατικούς φορείς της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας να μην εγείρουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο θέμα μειονότητας. Ούτε και έχουν φανεί διαθέσεις να το κάνουν.

Το θέμα είναι αρκετά σύνθετο γιατί την ίδια στιγμή τα αποτελέσματα του Εμφυλίου σήμαιναν ότι για χρόνια το ζήτημα της γλωσσικής ή πολιτιστικής ταυτότητας των σλαβόφωνων ή δίγλωσσων ελλήνων πολιτών δεν μπορούσε να συζητηθεί, κάτι που επιτάθηκε και από τη στιγμή που μετά το 1991 άνοιξε και το «ονοματολογικό».

Η ελληνική πλευρά από τη μεριά της έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι αναγνωρίζει μόνο μία μειονότητα, τη μουσουλμανική όπως την ορίζει η Συνθήκη της Λωζάνης. Βέβαια, είναι γεγονός ότι η χώρα μας έχει μια αρκετά αυστηρή πολιτική σε αυτά τα θέματα και παραδοσιακά δεν δεχόταν απόψεις που όριζαν τις μειονότητες με βάση ένα κριτήριο αυτοπροσδιορισμού.

Ας μην ξεχνάμε ότι παρότι το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει την προστασία και τα δικαιώματα των μειονοτήτων  συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να έχουν τη δική τους πολιτιστική ζωή, να εκδηλώνουν και να ασκούν τη δική τους θρησκεία ή να χρησιμοποιούν τη δική τους γλώσσα, δεν προσφέρει κάποιον γενικό ορισμό των μειονοτήτων που να είναι αποδεκτός ως κανόνας δικαίου.

Ακόμη και ο περίφημος ορισμός του Φραντσέσκο Καποτόρτι, ειδικού εισηγητή του ΟΗΕ πάνω στο θέμα το 1977, ακόμη συζητιέται εάν και σε ποιο βαθμό ισχύει: «Η μειονότητα είναι μία ομάδα αριθμητικά μικρότερη σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό ενός κράτους και σε μη κυρίαρχη θέση, τα μέλη της οποίας, όντας υπήκοοι του κράτους, διαθέτουν εθνοτικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά διαφορετικά από αυτά του υπόλοιπου πληθυσμού και επιδεικνύουν έστω και έμμεσα μία αίσθηση αλληλεγγύης, προσανατολιζόμενοι στη διατήρηση της δικής τους κουλτούρας, παράδοσης, θρησκείας ή γλώσσας».

Μάλιστα, είναι ενδεικτικό ότι παρότι η Ελλάδα έχει υπογράψει τη Σύμβαση-Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων, εντούτοις δεν την έχει κυρώσει, καθώς επειδή οι υπηρεσίες του ΥΠΕΞ εκτίμησαν ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα σε σχέση με τη μειονότητα της Θράκης.

Στην Ελλάδα έχουν υπάρξει περιπτώσεις ατόμων και συλλογικοτήτων, όπως το πολιτικό κόμμα «Ουράνιο Τόξο» που έχουν υποστηρίξει την ύπαρξη μειονότητας «εθνικά μακεδόνων» και έχουν διεκδικήσει τα δικαιώματά της. Ωστόσο πάγια θέση όλων των ελληνικών κυβερνήσεων είναι ότι οι σλαβόφωνοι ή δίγλωσσοι της ελληνικής Μακεδονίας δεν συνιστούν μειονότητα καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ενώ επικαλούνται και την ιδιαίτερα χαμηλή απήχηση σχηματισμών όπως το «Ουράνιο Τόξο». Πάντως η Ελλάδα έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την απαγόρευση σωματείων όπως η «Μακεδονική Στέγη Πολιτισμού», που κρίθηκε ότι παραβιάζουν την ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι.

Σε κάθε περίπτωση είναι προφανές ότι πρόκειται για ένα θέμα που θα επανέρχεται καθώς οι όποιες προβλέψεις της συμφωνίας ώστε να μην μπορεί να αναδειχθεί επισήμως από τη γειτονική χώρα, δεν ακυρώνουν ότι παραμένει μία ιδιότυπη «γκρίζα ζώνη».

Οι επικείμενες επισκέψεις Τσίπρα και Ζάεφ

Σε αυτό το φόντο αναμένονται με μεγάλο ενδιαφέρον οι επισκέψεις του Αλέξη Τσίπρα στα Σκόπια και του Ζόραν Ζάεφ στην Αθήνα τον Απρίλιο. Ας μην ξεχνάμε ότι και οι δύο ηγέτες θέλουν να δείξουν ότι εφαρμόζεται και βοηθάει και τις δύο χώρες η συμφωνία, την ώρα που οι επισκέψεις αυτές είναι πιθανό να ξαναδώσουν ευκαιρία στους επικριτές τους να ξεδιπλώσουν την πολεμική τους.
Και είναι δεδομένο ότι θα υπάρξουν αντιδράσεις και αρνητικές εντυπώσεις περισσότερες από τις θετικές απόψεις που θέλουν οι δύο ηγέτες να αποσπάσουν.