Πέρα από την Ιστορία των αρχείων – απαραίτητη για να στοιχειοθετηθεί η επίσημη καταγραφή των γεγονότων – υπάρχει και η Ιστορία των ανθρώπων. Φτιαγμένη από αόριστα υλικά ψυχής. Ονειρα και σχέδια που έμειναν στη μέση και άλλα που δεν πρόλαβαν να αρχίσουν. Ζωές σε εκκρεμότητα που αφήνει μετέωρες ο πόλεμος. Οικογένειες που αλλιώς έπεσαν να κοιμηθούν το βράδυ της 19ης Ιουλίου 1974 και αλλιώς ξύπνησαν το πρωί της 20ής (αν και τα γεγονότα είχαν μπει σε τροχιά από το πραξικόπημα της 15ης). Προσωπικές ιστορίες που φτιάχνουν, με τον τρόπο τους, Ιστορία.
Είναι η ιστορία τού (ας πούμε) Χρήστου. Μωρό ήταν το 1974. Και ο πατέρας του αγνοούμενος. Τα πρώτα χρόνια η οικογένεια έζησε με την ελπίδα της επιστροφής. Μετά έμαθε να ζει με το τραύμα της απώλειας. Οταν κάλεσαν τον Χρήστο για εξέταση DNA ώστε να ταυτοποιηθούν τα οστά που βρέθηκαν σε ομαδικό τάφο, ήταν πλέον και ο ίδιος πατέρας. Του παρέδωσν ένα κρανίο, ό,τι είχε απομείνει από τον πατέρα που ποτέ δεν γνώρισε. Το πρώτο που έκανε ήταν να βγάλει μια φωτογραφία. Μακάβριο αλλά… «δεν είχα ποτέ μια φωτογραφία με τον κύρη μου».
Είναι η ιστορία της γιαγιάς που η μεγάλη της κόρη εγκαταστάθηκε στην ελεύθερη Κύπρο, εκείνη όμως προτίμησε να μείνει με τη μικρή στα Κατεχόμενα. Για τα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια που έζησε, κάθε φορά που η μεγάλη τη ρωτούσε πώς περνάει, μία φράση έλεγε μόνο. Την ίδια πάντα. «Μην ανησυχείς, τα ταΐζω τα κοτοπουλάκια σου». Μέχρι το τέλος δεν άκουσε από το στόμα της τίποτε άλλο.
Και είναι η ιστορία του Μάριου και της Αννας. Πεντάχρονα έπαιζαν μαζί σε μια αυλή στη Μόρφου. Η εισβολή χώρισε τις δύο οικογένειες. Η Αννα πίστευε ότι ο Μάριος σκοτώθηκε γιατί το σπίτι τους είχε καεί ολοσχερώς. Είκοσι χρόνια αργότερα συναντήθηκαν τυχαία στον διάδρομο ενός αγγλικού πανεπιστημίου. Σήμερα έχουν τρία παιδιά και περιμένουν το πρώτο τους εγγόνι.