Όταν παίζεις με τις λέξεις, όταν παίζεις με τους θεσμούς, όταν παίζεις με τα ιερά και τα όσια ενός λαού, τότε συνήθως καίγεσαι. Όχι άμεσα. Αλλά καίγεσαι.

Κι όταν σύσσωμο ένα κυβερνητικό επιτελείο, από τον Πρόεδρο ενός κοινοβουλίου, μέχρι τον απλό βουλευτή, αθωώνει το έκνομο και το δικαιολογεί, τότε πρέπει να είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις τις συνέπειες των πράξεών.
Όταν προσάγονται ταραχοποιά στοιχεία στην Aσφάλεια και δίνεις προφορική εντολή να αφεθούν ελεύθερα, όταν χρησιμοποιείς τα περιπολικά ως μέσα μεταφοράς τoυς, όταν μπορείς να συλλάβεις παρανομούντες και δεν το κάνεις, όταν χαρακτηρίζεις την συνεχιζόμενη έκνομη δράση «πολιτικό ακτιβισμό», τότε πρέπει να περιμένεις τα χειρότερα.

Όταν νομιμοποιείς μία ενέργεια, τις νομιμοποιείς όλες. Όταν νομιμοποιείς τη ρίψη μπογιάς στην πρεσβεία συμμαχικής χώρας, τότε νομιμοποιείς και την αυτοδικία του Ευαγγελισμού, αλλά και την εισβολή στη βρετανική πρεσβεία.

Και αυτό μεγαλώνει. Και εμφιλοχωρεί σε συνειδήσεις και τις διαμορφώνει, με απροσδιόριστες συνέπειες.
Είναι αντιληπτή, για μικροπολιτικούς λόγους, η πρακτική της κυβέρνησης να προσπαθεί να ισορροπήσει σε δύο βάρκες.

Να μιλήσει σε δύο γλώσσες. Από τη μία, να μιλήσει «ευρωπαϊκά», με όσα αγγλικά διαθέτει, ως πειθήνιο παιδί των «θεσμών», που κατάφερε να επιβάλει -όπως ομολογούν οι ίδιοι οι δανειστές της χώρας- μέτρα που καμία εκ των προηγούμενων κυβερνήσεων δεν αποτόλμησε, και από την άλλη να προσπαθεί να ομιλεί, στη μητρική της γλώσσα, στη γλώσσα των συναγωνιστών της, των ιδεολογικά συγγενών της, στη γλώσσα αυτού του οριακού ποσοστού που την ενέταξε στο κοινοβούλιο.
Το ζητούμενο πλέον είναι να επιστρέψει σε αυτό το οριακό ποσοστό, πριν βιώσουμε τις συνέπειες του πολιτικού τους τυχοδιωκτισμού.

Η Σοφία Νικολάου είναι δικηγόρος (www.sofianikolaou.com)