Η επίδραση της ακτινοβολίας στην υγεία των έμβιων όντων είναι αναμφισβήτητα ένα πολυσυζητημένο θέμα. Ακόμη και σήμερα, όμως, κάποιες πλευρές του αποτελούν σημείο τριβής μεταξύ των ειδικών επιστημόνων δημιουργώντας αντίστοιχα σύγχυση στο ευρύ κοινό. Επιβεβλημένη, λοιπόν, η παράθεση κάποιων βασικών στοιχείων που θα βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόησή του.
Η επίδραση της ακτινοβολίας στην υγεία των έμβιων όντων είναι αναμφισβήτητα ένα πολυσυζητημένο θέμα. Ακόμη και σήμερα, όμως, κάποιες πλευρές του αποτελούν σημείο τριβής μεταξύ των ειδικών επιστημόνων δημιουργώντας αντίστοιχα σύγχυση στο ευρύ κοινό. Επιβεβλημένη, λοιπόν, η παράθεση κάποιων βασικών στοιχείων που θα βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόησή του.
Ένα από τα σημεία που δημιουργούν απορίες είναι το κατά πόσον η τεχνολογική εξέλιξη και η ευρεία εφαρμογή της συμβάλλουν στην αύξηση του ποσού της ακτινοβολίας που δεχόμαστε καθημερινά. Παρά την αντίληψη που πιθανόν πολλοί έχουν υιοθετήσει, το ποσοστό της συμβολής είναι ελάχιστο σε σχέση με την ακτινοβολία που δεχόμαστε από άλλες πηγές, όπως φαίνεται στο γράφημα.
Τέτοιες είναι η λεγόμενη κοσμική ακτινοβολία με πηγή το διάστημα, αυτή που εκπέμπει ο ίδιος ο πλανήτης μας και, ακόμη, αυτή που εκπέμπεται φυσιολογικά από το ίδιο το σώμα μας.
Σημαντική πηγή ακτινοβολίας αποτελεί το ραδόνιο, ένα αέριο προϊόν της διάσπασης του χημικού στοιχείου «ράδιο». Το ραδόνιο, αν εισπνέεται σε μεγάλες συγκεντρώσεις και για μεγάλο χρονικό διάστημα, αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του πνεύμονα. Ανάλογα με τα πετρώματα της κάθε περιοχής, ποικίλλει και η περιεκτικότητα των δομικών υλικών των κτιρίων σε ραδόνιο.
Η ακτινοβολία χωρίζεται σε είδη ανάλογα με κάποια χαρακτηριστικά της, όπως είναι το μήκος κύματος και η συχνότητα. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται από την ακτινοβολία μικρού μήκους κύματος (ή αντίστοιχα μεγάλης συχνότητας) διότι αυτή «κουβαλά» μεγαλύτερα ποσά ενέργειας και είναι πιο διεισδυτική.
Ο κίνδυνος αρχίζει ν’ αυξάνεται από την υπεριώδη ακτινοβολία και χαμηλότερα όσον αφορά στο μήκος κύματος. Πρόκειται για τη λεγόμενη ιονίζουσα ακτινοβολία. Το όνομα αυτό προέρχεται από την ιδιότητά της να αποσπά ένα ηλεκτρόνιο από την εξωτερική στοιβάδα του ατόμου του στοιχείου στο οποίο θα «πέσει», με αποτέλεσμα τη μετατροπή του από ηλεκτρικά ουδέτερο σε ιονισμένο. Όταν πρόκειται για ένα στοιχείο που βρίσκεται σ’ έναν ζωντανό οργανισμό, η μεταβολή αυτή μπορεί να μεταβάλλει αρκετές βιολογικές λειτουργίες.
Ας δούμε ένα-ένα τα είδη της ιονίζουσας ακτινοβολίας: · Ακτίνες Α: αποτελούνται από σωματίδια με δύο πρωτόνια και δύο νετρόνια. Έχουν θετικό ηλεκτρικό φορτίο και μεγάλη σχετικά μάζα. Αυτό τα καθιστά ελάχιστα διεισδυτικά με αποτέλεσμα να μπορούν να ακινητοποιηθούν από ένα φύλλο χαρτί ή από το δέρμα. Η επίδρασή τους γίνεται εφικτή αν υλικά που τις εκπέμπουν καταποθούν. Εκπέμπονται από τη διάσπαση στοιχείων όπως το ουράνιο, το πλουτώνιο και το ράδιο.
· Ακτίνες Β: αποτελούνται από ταχέως κινούμενα ηλεκτρόνια, η μάζα καθενός από τα οποία είναι ίση περίπου με το 1/2000 του πρωτονίου ή του νετρονίου. Είναι πιο διεισδυτικές από τις Α αλλά όχι σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό, οπότε κι εδώ οι κίνδυνοι προέρχονται από την κατάποση. Η διεισδυτικότητά τους εξαρτάται από την ταχύτητα των ηλεκτρονίων και για το «φρενάρισμά» τους μπορεί να χρειαστεί από 1mm ως 1cm νερού. Εκπέμπονται από στοιχεία όπως το τρίτιο (ένα ισότοπο του υδρογόνου), ο άνθρακας-14, ο φώσφορος-32 και το στρόντιο-90.
· Ακτίνες Γ και Χ: πρόκειται για κύματα και όχι κινούμενα σωματίδια. Είναι παρόμοιες, δηλαδή, με το ορατό φως αν και διαφέρουν στο μήκος κύματος. Η διαφορά μεταξύ τους είναι ότι οι Γ παράγονται σαν αποτέλεσμα φυσικών διεργασιών, όπως η διάσπαση των ραδιενεργών στοιχείων κοβάλτιο-60 και καίσιο-137, ενώ οι Χ (ή Roentgen, από το όνομα αυτού που τις ανακάλυψε το 1895) παράγονται τεχνητά. Είναι αρκετά διεισδυτικές, γι’ αυτό και οι πρώτες χρησιμοποιούνται στην ακτινοθεραπεία και οι δεύτερες στην ακτινοδιαγνωστική.
Στην ιονίζουσα ανήκει και η λεγόμενη κοσμική ακτινοβολία, δηλαδή σωματίδια υψηλής ενέργειας, όπως πρωτόνια, που «βομβαρδίζουν» τη Γη προερχόμενα από το διάστημα. Είναι πιο έντονη σε μεγάλα υψόμετρα, ενώ στο επίπεδο της θάλασσας η πυκνότερη ατμόσφαιρα δρα προστατευτικά.
Οι επιπτώσεις της ακτινοβολίας στους ζωντανούς οργανισμούς εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες που έχουν να κάνουν τόσο με αυτή, όσο και με τον οργανισμό που εκτίθεται σ’ αυτή. Συνοπτικά αναφέρουμε τη συνολική δόση, το ρυθμό με τον οποίο ακτινοβολείται ο οργανισμός, το τμήμα του σώματος που εκτίθεται σ’ αυτή, την ηλικία και τη γενικότερη υγεία. Εδώ θα πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι οι μικρής ηλικίας οργανισμοί, όπως τα έμβρυα, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στην επίδρασή της.
Σε πολύ υψηλές δόσεις, η ιονίζουσα ακτινοβολία μπορεί να προκαλέσει από έντονο αίσθημα αδιαθεσίας έως και το θάνατο, αλλά είναι σχετικά σπάνιες οι περιπτώσεις που κάποιος μπορεί να εκτεθεί σε τέτοιες.
Σε πιο χαμηλές δόσεις, στις οποίες μάλιστα το άτομο μπορεί να εκτίθεται για καιρό, ο κίνδυνος είναι η καρκινογένεση. Συχνά αφορά το αίμα με την εκδήλωση λευχαιμίας. Απαιτείται η πάροδος κάποιου χρονικού διαστήματος από την έκθεση στην ακτινοβολία ως την εκδήλωση του νοσήματος που μετράται συνήθως σε κάποια έτη. Αυτό καθιστά δύσκολη την απόδοση της νόσου στο συγκεκριμένο αίτιο αφού στο μεταξύ το άτομο εκτίθεται και σε άλλους πιθανά καρκινογόνους παράγοντες.
Από πειράματα σε ζώα και φυτά έχει καταδειχθεί και μια άλλη επίδραση: η πρόκληση μεταλλάξεων στο γενετικό υλικό. Μεταλλάξεις, δηλαδή μικρές μεταβολές, συμβαίνουν συνέχεια στο DNA και αποτελούν ένα μηχανισμό εξέλιξης των ειδών. Μερικές απ’ αυτές διορθώνονται με τους μηχανισμούς επισκευής που διαθέτει ο οργανισμός. Οι υπόλοιπες, οδηγούν είτε σε νέα χαρακτηριστικά, που ίσως αυξήσουν την ικανότητα επιβίωσης του οργανισμού, είτε σε γενετικές ανωμαλίες που έχουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα.
Πέρα από τις αρνητικές επιδράσεις της ακτινοβολίας, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι χρησιμοποιείται σε αρκετές εφαρμογές με μεγάλη επιτυχία. Τέτοιες είναι η ακτινοθεραπεία, όπου τα καρκινικά κύτταρα αποτελούν το στόχο, και η αποστείρωση ιατρικών εργαλείων, επιδέσμων αλλά και τροφίμων όπου επιχειρείται η εξάλειψη των παθογόνων μικροοργανισμών.
Υπάρχουν όρια έκθεσης που έχουν τεθεί από διεθνείς επιτροπές και οργανισμούς, όμως αρκετή έρευνα απαιτείται ακόμη για την αποσαφήνιση των επιδράσεων της ακτινοβολίας στον ανθρώπινο οργανισμό. Σίγουρο είναι ότι η έκθεση σε μεγάλες δόσεις έχει αρνητικές επιπτώσεις ως προς την υγεία και καλό θα είναι όσοι ζουν ή εργάζονται σε περιβάλλον με υψηλή ακτινοβολία να ενημερωθούν αναλυτικά για τα όρια και τα αντίστοιχα μέτρα προστασίας.