Μπορεί από το 1961, όταν αποφοίτησε από τη Σχολή του Κουν, ως σήμερα πολλά να έχουν αλλάξει, αλλά ο ίδιος δεν αισθάνεται πως τον ξεπέρασε η εποχή του. «Ίσως επειδή έχω παιδιά —τώρα κι έναν εγγονό—, ίσως γιατί νοιάζομαι για τα παιδιά, είμαι πάντα κοντά στις καινούργιες ανάσες. Τα νιώθω και καταλαβαίνω σε τι δύσκολο στίβο βγαίνουν. Οι εποχές αλλάζουν, σταθερός μένει πάντα ο αγώνας. Για να μένεις μέσα στην εποχή σου χρειάζεται δουλειά, κατάθεση, αντοχή, ανοιχτά μάτια και αυτιά, ώστε να αντιλαμβάνεσαι τι συμβαίνει. Ένας καλλιτέχνης πρέπει να είναι θρήσκος και ιερόσυλος. Να κρατάει με δέος τα αγιοπότηρα, αλλά να τολμάει και να τα πετάει».


— Η πλούσια εμπειρία σάς έχει κάνει πιο δυνατό;

«Όσο μεγαλώνω τα άγχη μου αυξάνονται, οι ανασφάλειες είναι ισχυρότερες. Γιατί έχω πίσω μου τα επιμέρους ναυάγιά μου. Αυτή η σύγκρουση του τεχνίτη με τις ανεπάρκειές του είναι γοητευτική. Στα 68 μου θεωρώ τον εαυτό μου χορτάτο. Έχω διανύσει το παγκόσμιο ρεπερτόριο, το αρχαίο δράμα —όλο τον Αριστοφάνη—, αλλά δεν έχω παίξει ποτέ τον ίδιο ρόλο. Το αποφεύγω, γιατί χρειάζομαι το ερέθισμα. Αν ξαναπαίξω τον ίδιο ρόλο, θα τον κάνω μνήμη. Κοντεύω μισό αιώνα στο σανίδι, απνευστί, και δεν θυμάμαι ποτέ να χάνω το ενδιαφέρον μου. Έχει αρχίσει όμως να με απασχολεί το βιολογικό. Να μπορέσω, όταν θα ’ρθει η ώρα, να πω τώρα στοπ. Είναι ανθρώπινο να θέλεις να υπάρχεις διαρκώς στη σκηνή. Όμως ο ηθοποιός έχει μια ιδιαιτερότητα: είναι ο ίδιος το πιάνο και ο πιανίστας. Και όργανο και καλλιτέχνης. Άρα πρέπει και τα δύο να είναι σε καλή φόρμα».


Από πού αντλεί αυτή τη ζωντάνια, το κέφι που τον ανανεώνει; «Δεν είναι μόνο κέφι. Είναι και μανία και αγάπη και ενδιαφέρον και αγωνία. Ο εφησυχασμός είναι ο θάνατος του ηθοποιού. Κάνω τη δουλειά μου με οικονομία. Δεν σπαταλιέμαι, δεν ξεχειλώνω τον Μιχαλακόπουλο στην Αγορά. Από την άλλη όμως δεν υπήρξα και ηθοποιός της γυάλας, κι ως δάσκαλος δεν ήμουν μακριά από τη νεολαία. Το ενδιαφέρον το αντλείς από πολλές πηγές ζωής. Τα παράθυρά μου ήταν πάντα ανοιχτά, γιατί είχα ανάγκη το οξυγόνο. Δεν ήμουν ποτέ πολίτης με παντόφλες. Μπλέχτηκα με τα δημοτικά συμβούλια —τρεις τετραετίες στον τομέα της νεολαίας—, με τα εργαστήρια των ποινικών στις φυλακές, με τα παιδιά που είχαν πέσει στα ναρκωτικά (αντιπρόεδρος στο ΚΕΘΕΑ). Είναι ένας πλούτος. Αλλά το πώς διαχειρίζεται κανείς τον πλούτο του ξεκινάει από το σπίτι του, από τα παιδικά του χρόνια. Πώς μεγάλωσε, πώς έπαιξε, πώς μάτωσε, πώς νίκησε, πώς έχασε. Δυνάμεις αντλώ από την αγωγή που έχω κι από το μυαλό μου. Στηρίζομαι μόνο στη δουλειά μου. Σαράντα πέντε χρόνια απνευστί στο θέατρο, δεν έχω πάρει ούτε μία δεκάρα από το κρατικό ταμείο, είτε ανήκω στην αντιπολίτευση είτε στη συμπολίτευση, δεν είχα ποτέ καμία σχέση με το υπουργείο Πολιτισμού κι ούτε θέλω να με πλησιάσει κανένα ΥΠΠΟ».

*Αποσπάσματα από το κείμενο της συνέντευξης που είχε παραχωρήσει ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος στη δημοσιογράφο Έλενα Δ. Χατζηιωάννου (1949-2013) και στα «Νέα», με αφορμή το ανέβασμα της θεατρικής παράστασης «Ντα» στο Θέατρο Βασιλάκου το χειμώνα 2006-2007.


Η συνέντευξη είχε δημοσιευτεί στο φύλλο που είχε κυκλοφορήσει το Σαββατοκύριακο 16-17 Σεπτεμβρίου 2006.


«ΤΑ ΝΕΑ», 16-17.9.2006, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, «μείζων προσωπικότητα της ελληνικής ηθοποιίας» κατά τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, έφυγε από τη ζωή στις 16 Δεκεμβρίου 2023, σε ηλικία 85 ετών.



Μαζί με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο