Σπύρος Πλασκοβίτης: Το μοιραίο ελάττωμα
Ένας συγγραφέας σοβαρός, που έχει κοπιάσει και σκεφθεί πολύ και που έχει κάτι να πει και που ξέρει να το πει
Μέσα στα πεντακόσια περίπου λογοτεχνικά βιβλία που εκδίδονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα, δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσει το αναγνωστικό μας κοινό τους ολίγους νέους συγγραφείς που αξίζουν αληθινά και που αντιπροσωπεύουν το μέλλον των ελληνικών γραμμάτων. Πρέπει λοιπόν να τους δίνεται βοήθεια, αν πιστεύουμε πως η λογοτεχνία αποτελεί μια αξία του έθνους που είναι ανάγκη να διατηρηθεί. Εννοώ την πιο ουσιαστική και γόνιμη βοήθεια: την ευκαιρία να αποκτήσουν αναγνώστες. Και τούτο μόνο από τις στήλες του τύπου μπορεί να γίνεται.
Θέλω σήμερα να συστήσω το μυθιστόρημα του κ. Σπύρου Πλασκοβίτη «Το φράγμα» σε όσους αναγνώστες έχουν την καλοσύνη να με παρακολουθούν, καθώς παλαιότερα σύστησα, από άλλη στήλη, το πρώτο βιβλίο του κ. Ρόδη Ρούφου και πιστεύω ότι δεν βγήκα γελασμένος. Οι δύο αυτοί νεώτεροι πεζογράφοι έχουν ξεπεράσει το στάδιο των υποσχέσεων και είναι ήδη συγγραφείς υπολογίσιμοι, στην αρχή της ωριμότητάς τους. Η παρουσία τους μας πείθει ότι δεν πρέπει να ανησυχούμε για τη συνέχιση της αφηγηματικής μας λογοτεχνίας στους δύσκολους δρόμους του 20ού αιώνα.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 1.1.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο κ. Σ. Πλασκοβίτης είχε εκτιμηθεί, σ’ ένα στενό κύκλο, με τα πρώτα διηγήματά του, που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία χρόνια. Είναι ένας πολύ μορφωμένος και κλειστός άνθρωπος —«κατά κόσμον» πάρεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας— αφοσιωμένος στη μελέτη και στο στοχασμό. Καθώς πιστεύω, από τις λίγες φορές που τον είδα, ένας αληθινός άνθρωπος του πνεύματος. Μας προσφέρει σήμερα το πρώτο του συνθετικό έργο, που θα του δώσει ασφαλώς μια θέση αξιόλογη στη νεώτερη λογοτεχνία μας.
Από την αρχή του βιβλίου καταλαβαίνουμε πως το «Φράγμα» περιέχει ένα βαθύ συμβολισμό, είναι δηλαδή βιβλίο γραμμένο σε δύο διαφορετικά επίπεδα, το ρεαλιστικό και το συμβολικό. Και ως απλά ρεαλιστικό όμως μυθιστόρημα αν το πάρουμε, στέκεται καλά και κρατά ως το τέλος το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ο συγγραφέας του ξέρει να διηγείται και να σας γεννά την περιέργεια να δείτε τι θα συμβεί παρακάτω: προτέρημα βασικό και αναντικατάστατο του καλού πεζογράφου εσαεί.
Σε μια χώρα που δεν προσδιορίζεται, υπάρχει ένα κολοσσιαίο φράγμα που απλώνεται σε αρκετά χιλιόμετρα και συγκρατεί τεράστιες ποσότητες από νερά. Το τεχνικό αυτό έργο έγινε πριν από πολλά χρόνια, οι κατασκευαστές του έχουν πεθάνει και τα σχέδια της κατασκευής του έχουν χαθεί. Πίσω από το φράγμα αξιοποιήθηκε μια ολόκληρη περιοχή, που είταν άλλοτε ένας απέραντος βαλτότοπος, αναπτύχθηκαν καλλιέργειες. Τίποτα το περίεργο δεν συμβαίνει σ’ αυτόν τον τόπο, υπάρχει όμως στον αέρα μια απροσδιόριστη, θολή ανησυχία, μια διάχυτη υποψία ότι το φράγμα έχει κάποιο κρυμμένο, ασύλληπτο ελάττωμα. Αυτή η ανησυχία είναι το κύριο θέμα του βιβλίου και εκφράζεται έντεχνα, με τρόπο υποβλητικό, χωρίς να υπογραμμίζεται πολύ δυνατά, διαποτίζει την ατομική και τη συλλογική ύπαρξη των ανθρώπων, σαν την ύπουλη υγρασία που βασιλεύει στην περιοχή. Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει, όμως όλοι νιώθουν αόριστα πως κάτι συμβαίνει. Κάποιο άγνωστο κακό τούς απειλεί. Το νιώθουν, αλλά και θέλουν να το ξεχάσουν, ζητούν μια αφορμή, μια δικαιολογία για να βγάλουν το κακό από το νου τους.
Το κύριο πρόσωπο του έργου είναι ένα φημισμένος νέος επιστήμονας, ο υδρολόγος μηχανικός Βαλέρης, στον οποίο η Κυβέρνηση ανέθεσε την εντολή να μελετήσει το ζήτημα και να τη φωτίσει. Από την πρώτη ώρα, ωστόσο, είναι φανερό ότι και η Κυβέρνηση και οι τοπικές αρχές και οι βουλευτές, οι δήμαρχοι, οι κάθε λογής αρμόδιοι και ο λαός, ολόκληρη τέλος πάντων η κοινωνία ένα και μόνο ζητά από το μηχανικό Βαλέρη: μια γνώμη καθησυχαστική. Να την απαλλάξει από το άγχος, να τη διαβεβαιώσει ότι το φράγμα είναι εν τάξει και δεν πρόκειται να σπάσει. Τη γνώμη αυτή όμως ο Βαλέρης δεν τη δίνει, γιατί μολονότι ορθολογιστικά δεν βρίσκει κανένα λάθος στην κατασκευή και ενώ το φράγμα αντιστέκεται με επιτυχία σε μια φοβερή θεομηνία, όμοια της οποίας δεν θυμάται κανείς, ωστόσο η διαίσθησή του τού λέει πως το μοιραίο ελάττωμα κάπου υπάρχει και κάποτε, αναπόφευκτα, θα εκδηλωθεί. Και το αποτέλεσμα είναι ότι Κυβέρνηση και αρχές και λαός στο τέλος τον μισούν και τον αποκηρύττουν και περίπου τον θεωρούν υπεύθυνο για ό,τι συμβαίνει ή μπορεί να συμβεί.
Από τα λίγα που λέω εδώ, καταλαβαίνει κανείς τη σημασία που έχει μια τέτοια σύλληψη και πόσο ανταποκρίνεται στους προβληματισμούς των σημερινών σκεπτομένων ανθρώπων. «Το φράγμα», λέει ένα από τα πρόσωπα, «απεσχίσθη τρόπον τινά απ’ τη μνήμη μας». «Ή καλύτερα», αποκρίνεται ο συνομιλητής του, «ξέφυγε από τα μέτρα μας». «Έστω λοιπόν κι’ έτσι. Δεν παραδέχεστε ότι ο άνθρωπος μπορεί να κατασκευάσει έργα που ξεφεύγουν απ’ τα μέτρα του;» Τι ακριβώς συμβολίζει το φράγμα, αναρωτιέται ο αναγνώστης, όταν κλείσει το βιβλίο. Είναι τούτο ή εκείνο το σύστημα; Είναι μήπως ολόκληρος ο βιομηχανικός μας πολιτισμός με τις τεράστιες υλικές δυνάμεις που αγωνίζεται να πειθαρχήσει και να διευθύνει; Είναι άραγε η σύγχρονη ανθρωπότητα κάτω από τον ίσκιο της υδρογονοβόμβας; Ο συγγραφέας δεν μας φωτίζει και δεν θα έπρεπε, νομίζω, να εξηγηθεί περισσότερο, γιατί τότε θα έκανε έργο διδακτικό και δεν είναι αυτός ο σκοπός του. Μας μεταδίδει, με την τέχνη του, το διάχυτο άγχος του σημερινού κόσμου, μέσα από εικόνες γιγαντιαίων τεχνικών έργων, και μας παροτρύνει να σκεφθούμε για λογαριασμό μας.
Η χώρα, είπα, δεν ορίζεται με ακρίβεια, τα πρόσωπα όμως είναι δικοί μας άνθρωποι, σύγχρονοι Νεοέλληνες: ο ίδιος ο Βαλέρης, ο πομπώδης υπουργός του, ο εκπρόσωπος της αποτελματωμένης γραφειοκρατίας Φλωριάς, ο άβουλος χημικός Πατσούρας, ο λαός τέλος, που τόσο εύκολα εκνευρίζεται, πανικοβάλλεται και λησμονεί τον πανικό του. Ολιγότερο ξεκαθαρισμένες μορφές είναι ο γέρος άρχοντας Μπεναρδής Χαρίτος και ο σχεδιαστής Ρέζας, στους οποίους ο συγγραφέας θέλησε να προσδώσει μια διάσταση πέρα από το ρεαλιστικό πλαίσιο, μα δεν νομίζω πως το κατόρθωσε εντελώς. Οι γυναίκες παρουσιάζονται σ’ αυτό το βιβλίο μάλλον σαν αναμνήσεις και σαν σκιές. Θαρρεί κανείς ότι, μέσα στο βαρύ συλλογικό δράμα που παίζεται, δεν μένει περιθώριο για τον έρωτα και την προσωπική ευτυχία.
Συνολικά, ένα στερεό, καλογραμμένο μυθιστόρημα του καιρού μας, με ανήσυχη πνευματικότητα και με προεκτάσεις, ένα βιβλίο για ανθρώπους που δεν φοβούνται να βάλουν το κεφάλι τους να δουλέψει λιγάκι. Και ένας νέος συγγραφέας σοβαρός, που έχει κοπιάσει και σκεφθεί πολύ και που έχει κάτι να πει και που ξέρει να το πει. Όπως τους χρειαζόμαστε τους νέους συγγραφείς.
*Κριτικό κείμενο του σημαντικότατου δοκιμιογράφου, πεζογράφου και θεατρικού συγγραφέα Γιώργου Θεοτοκά (1905/6-1966), που έφερε τον τίτλο «Ένα βιβλίο του καιρού μας» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Πρωτοχρονιά του 1961.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς
Ο διακεκριμένος συγγραφέας και νομικός Σπύρος Πλασκοβίτης (Πλασκασοβίτης ήταν στην πραγματικότητα το επίθετό του) απεβίωσε στις 7 Οκτωβρίου 2000, σε ηλικία 83 ετών.
Ο γεννημένος στην Κέρκυρα Πλασκοβίτης σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Επί Κατοχής ανέπτυξε αντιστασιακή δράση μέσα από τις τάξεις της ΠΕΑΝ (Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων) του Κώστα Περρίκου.
Υπηρέτησε στο δικαστικό σώμα από το 1951, εξεδιώχθη από τη χούντα (εκτοπίστηκε μάλιστα στην Κάσο εξαιτίας της συμμετοχής του στη «Δημοκρατική Άμυνα») και επανήλθε κατά τη Μεταπολίτευση, φθάνοντας έως το βαθμό του Συμβούλου της Επικρατείας.
Ο Σπύρος Πλασκοβίτης στην Κάσο (πηγή: «Μονόγραμμα», Ιστορικό Αρχείο ΕΡΤ)
Ο Πλασκοβίτης ενεπλάκη ακολούθως στην ενεργό πολιτική, καθώς εξελέγη βουλευτής Επικρατείας και ευρωβουλευτής με το ΠΑΣΟΚ.
Η ενασχόληση του πεζογράφου (διηγηματογράφου, μυθιστοριογράφου και δοκιμιογράφου) Πλασκοβίτη με τη λογοτεχνική γραφή άρχισε από τα παιδικά του ήδη χρόνια (μαθητής ακόμα, δημοσίευε κείμενά του στη «Διάπλαση των Παίδων» του Ξενόπουλου).
Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα δημοσιεύοντας κείμενά του στα περιοδικά «Νέα Εστία» και «Εποχές».
Το 1952 εκδόθηκε η πρώτη συλλογή διηγημάτων του, «Το γυμνό δέντρο».
Τιμήθηκε με το Β’ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή διηγημάτων «Η θύελλα και το φανάρι» (1956), με το «Έπαθλο Κώστα Ουράνη» της Ομάδας των Δώδεκα για το «Φράγμα» (1961) και με το Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για την «Πόλη» (1980).
Κείμενα του Πλασκοβίτη δημοσιεύτηκαν στις γνωστές συλλογικές εκδόσεις «Δεκαοχτώ Κείμενα» (1970) και «Νέα Κείμενα 1 & 2» (1972), σε καιρούς χαλεπούς, ενώ πεζογραφήματά του μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Ο Σπύρος Πλασκοβίτης υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων (διετέλεσε και πρόεδρός της).
- Οι ΗΠΑ πουλούν τεράστιες ποσότητες βομβών στον Καναδά αξίας 2,68 δισ. δολαρίων
- Ανδρουλάκης: «Δεν μπορεί να υπάρξει τρίτη θητεία Μητσοτάκη»
- Ειρηνικός: 4 νεκροί σε νέο στρατιωτικό πλήγμα των ΗΠΑ εναντίον σκάφους με «ναρκωτικά»
- Τσεχία: Εκ νέου πρωθυπουργός ο τραμπιστής δισεκατομμυριούχος Μπάμπις
- Λιθουανία: Καταδικάστηκε για αντισημιτικές δηλώσεις ο ηγέτης ήσσονος κόμματος του κυβερνητικού συνασπισμού
- Βενεζουέλα: Αναστέλλουν τις πτήσεις εταιρείες του Παναμά και της Κολομβίας για λόγους ασφαλείας

